"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης - Γεώργιος Φίνλεϋ.

Ο Γεώργιος Φίνλεϋ γράφει:
Ό Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήτο πεντηκοντούτης κατά τήν αρχήν τής Επαναστάσεως. Ή ηλικία είχε κατά τι δαμάσει τό βίαιον τών παθών του, χωρίς νά ελάττώση τήν ρώμην του, και αμφότερα, αι τε φυσικαί και αί νοητικαί άρεταί του τον καθιστών ίκανόν διά νά είνε αρχηγός άτάκτων στιφών. Μεγάλη κεφαλή, θρασύ παράστημα, σταθερόν δμμα και άφθονος μέλαινα κόμη παρείχον άξιοπρέπειάν τινα εις τήν πρόσοψιν τήν μή άποκρύπτουσαν βλέμματα πανουργίας καί θηριωδίας. Ό ισχυρός κορμός του υπε­ρέβαινε τό μέσον μέγεθος και ή φωνή του είχε τον όγκον του ήχου τον άπαιτούμενον εις ορεινούς πολέμους. Ητο φύσει εύρωστος, καί είχε τήν αύταρέσκειαν έκείνην τήν έμπρέπουσαν εις τό συνήθως καλόκαρδον. Οι τρόποι του είχον βαθμόν τινα τραχύτητος ικανόν προς συγκάλυψιν τής φυ­σικής πανουργίας του και είχεν άναλάβη ήθος τι θορυβώδους ελευθεροστο­μίας ώς καλύπτραν τής άγρύπνου διπροσωπίας του. Είχε πιθανόν τό ύφος του λόγου, καί εκλέγων κοινάς δημώδεις φράσεις έδιδεν εμφαντικήν έκφρασιν εις τον ύγιά κοινόν νουν του, καί καθίστα τάς ομιλίας του άποτελεσματικωτέρας διά τής αντιθέσεως προς τάς έπιτηδευμένας «έλληνικούρες» τών γραμματισμένων αντιπάλων του. Ήτο ρήτωρ αρκετά ώστε νά όδηγή τούς άκροατάς του εις τό ποθούμενον συμπέρασμα διά τίνος εύφυούς μύθου, καί ν' αποπλανά τά πάθη των δι' έκλεκτού τίνος αποφθέγματος. Άλλά πλησίον αυτών τών αρετών είχε καί πολλά ελαττώματα. Ανατραφείς ώς κλέφτης, δέν ήδύνατο ποτέ λίαν έναργώς νά διακρίνη τό ορθόν άπό του σφαλερού, τό δίκαιον άπό του άδικου' καί ειχεν έμφυτον άποστροφήν προς τήν τάξιν καί τόν νόμον. Ή φιλοπατρία του ήτο ιδιοτελής, και αί κατά περίστασιν πράξεις τής μεγαλοψυχίας του δέν δύνανται νά έξαλείψωσι τήν μνήμην τής εγωϊστικής φιλαρχίας του καί τής ρυπαράς φιλαργυρίας καθ' δλην τήν άκμήν τής μεγίστης δυνάμεώς του. 'Ελαβεν άπό τήν φύσιν δι­αυγή τόν νουν καί σκληράν τήν καρδίαν, ή δέ ανατροφή καί ή πείρα του εις τήν ζωήν διέφθειραν χωρίς νά εύρύνωσι τά αισθήματα του.
Οί πρόγονοι του Κολοκοτρώνη μετήρχοντο τό επάγγελμα τών οπλών άφ' ής εποχής οί Όθωμανοί κατέκτησαν τόν Μορέαν, τω 1715, ενεργούν­τες εναλλάξ πότε ώς πολιτοφύλακες καί πότε ώς κλέφται. 'Οταν ό Καπετάν-πασσας Χασάν Γαζής υπέταξε τούς Αλβανούς καί αποκατέστησε τήν τάξιν, τω 1779, ό πατήρ του Κολοκοτρώνη έβιάσθη νά ζητήση καταφύγιον εις Μάνην, δπου έσφάγη τό έπόμενον έτος ύπό αποσπάσματος Τούρκων στρατιωτών.
Ό νεαρός Κολοκοτρώνης άνετράφη έν μέσω τών εμφυλίων ερίδων τών Λακώνων' αλλά δεκα πενταετούτης αποκατέστη εις τό διαμέρισμα Σαμπάζικα κατά την ορεινήν κλιτύν του Ταϋγέτου, και εικοσαετής ένυμφεύβη τήν θυγατέρα του προεστού του Λεονταρίου. Έπί επτά έτη έζησεν εις τήν ιδιοκτησίαν τής συζύγου του, ενεργών έν γένει ώς εις τών αγροφυλάκων τού διαμερίσματος. Άλλ' οί χωρικοί παρετήρησαν δτι ήτο άνθρωπος του τουφεκιού, καί όχι του άρότρου. Πολλάκις κατηγορείτο ώς χορτοκοπών εις τάς βοσκάς τών γειτόνων, καί τελευταίον ληστρικαί τίνες πράξεις εναντίον τών Ελλήνων καλλιεργητών εις τά Έμπλάκικα (τήν Στενυκληρίαν πε­διάδα) έκαμαν τόν πασσάν του Μορέως νά διάταξη τήν σύλληψίν του. Τούτο απεφάσισε τήν τύχην του. Εις ήλικίαν εικοσιεπτά ετών κατέστη κλέφτης έξ επαγγέλματος.
Έπί εννέα έτη έζη άτακτον βίον, πότε τρεφόμενος διά ληστείας, πότε στεγαζόμενος άπό τήν έκδίκησιν τών έχθρών του άναλαμβάνων ύπηρεσίαν χωροφύλακος πλησίον ενός προκρίτου ή ηγουμένου. Άλλ' οί "Ελλη­νες άγρόται του Μορέως τόσον κατεβασανίσθησαν τέλος άπό τήν άρπακτικότητα καί σκληρότητα τών κλεφτών, ώστε προσεκάλεσαν τούς Τούρ­κους νά τούς βοηθήσωσι προς καταδίωξίν των, πρόκριτοι δέ καί μοναστή­ρια ήναγκάσθησαν νά τούς έγκαταλίπωσιν εις τήν τύχην των. Ό Δόδουελ, κατά τάς περιηγήσεις του, παρέστη εις τινας τών ενεργειών, δι' ών κατεστράφησαν οί κλέφται. Πολλοί έκ τής οικογενείας τών Κολοκοτρωναίων έσφάγησαν. Αί συμμορίαι δλαι διελύθησαν, καί ό Θεόδωρος Κολοκοτρώ­νης, μή εύρίσκων άσφάλειαν ούτε εις τήν Μάνην, έφυγεν εις τάς Ιονίους Νήσους τω 1806. Εις τ' Απομνημο νεύματά του διηγείται τί υπέφερεν άπό τόν ρύπον τής έπί μακρόν φορεθείσης στολής του, δπως καί άπό τήν πείναν. Καί δσοι είδον Έλληνικόν στρατόν εις τό τέλος θερινής εκστρατείας, μέ άπλυτους φουστανέλλας, θά αίσθανθώσι μικράν έκπληξιν έπί τή δηλώσει ταύτη του παλαιού κλέφτου.
΄Οταν ό Κολοκοτρώνης έφυγεν εις Ζάκυνθον, αί Ιόνιοι Νήσοι ήσαν ύπό τήν μικτήν προστασίαν τής 'Ρωσσίας καί Τουρκίας· άλλ' οί 'Ρώσσοι έπροστάτευσαν τόν κλέφτην, καίτοι έχθρόν τής συμμάχου των. Κατά τόν πόλεμον τόν έκραγέντα μεταξύ 'Ρωσσίας καί Τουρκίας όλίγω ύστερον, ό Κολοκοτρώνης περιέπλεεν έπί καταδρομικού, ή άλλως πειρατικού πλοίου· άλλ' δταν άντίκρυσε δύο Τουρκικά σκάφη, ήλθεν εις κίνδυνον νά τελείωση τό στάδιόν του έπί της κεραίας του ίστού, δταν ευτυχώς μία 'Αγγλική, έπιφανείσα κατέναντι, τόν έσωσεν. Ή Αγγλία ήτο τότε εις πόλεμον προς τήν Τουρκίαν, καί ή φρεγάδα (ό «Θαλάσσιος 'ιππος»), πάραυτα συνεπλάκη προς τούς Τούρκους, τούτο δέ έδωκεν εύκαιρίαν εις τον Κολοκοτρώνην νά φύγη ανοικτά.
Κατά τό έτος 1808, έπραξε τό ανδραγάθημα τό όποίον ηύξησε μεγάλως τήν φήμην του ώς πολεμάρχου. Ό Άλή Φαρμάκης, ό ισχυρότατος άγάς της Λάλλας, προσεβλήθη άπό τον Βελή πασσαν του Μορέως. Οί γεν­νήτορες του Άλή Φαρμάκη και του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη είχον συνάψει ξενίαν άδελφοποΐας κατά τούς ταραχώδεις καιρούς τούς προ και μετά τήν νίκην του Χασάν Γαζή. Ό Άλής καί ό Θεόδωρος ποτέ δέν είχον συντύχη, πλήν τόσαι άμοιβαίαι έκδουλεύσεις είχον προσφερθή άπό τολμη­ρούς κλέφτας και φιλοταράχους Λαλλιώτας, ώστε ό δεσμός του άδελφοποιητού ήτο ή ισχυρότερα ύποχρέωσις έπί της τιμής κλεφτού। Ή δύναμις του Βελή Πασσά, και έτι μάλλον του πατρός του Άλήπασσα, του γηραιού λέ­οντος των Ιωαννίνων, κατεπτόει τούς Αλβανούς Μουσουλμάνους, και ό Άλή Φαρμάκης ουδέ ένα ήδύνατο νά εύρη σύμμαχον. Ό πύργος του εις Λάλλαν ήτο εις άκμήν νά πολιορκηθή, και οί ίδιοι ακόλουθοι και συγγενείς του ήσαν ανεπαρκείς νά τον ύπερασπίσωσι. Ένθυμήθη τήν ξενίαν τής οικογενείας του μέ τον Κολοκοτρώνην και ώς τελευταίαν προσφυγήν, έπεμψεν εις Ζάκυνθον νά έπικαλεσθή τήν βοήθειαν τήν όφειλομένην άπό τούς δεσμούς τής άδελφοποιΐας των πατέρων των.
Ό Κολοκοτρώνης ανεγνώρισε τήν ύποχρέωσιν ώς ιερόν καθήκον, καί­τοι ύποβαλλομένην ύπό Μουσουλμάνου, καθότι οί οπαδοί τής Όρθοδόξου 'Ρωσσίας δέν είχον εμφυσήσει ακόμη τυφλόν φανατισμόν εις τούς 'Ελλη­νας. Συνήθροισε δεκαέξ καλούς στρατιώτας μεταξύ των παλαιών συντρό­φων του, και έσπευσε νά κλεισθή μετά του Άλή Φαρμάκη εις τον πύργον αυτού έν Λάλλα. Ό Βελής προσέβαλε τήν θέσιν χωρίς κανόνια, και άπεκρούσθη. Είτα έξώδευσε πολλάς εβδομάδας εις τό ν' άποκλείη ταύτην, άλλ' οί εγχώριοι καπεταναίοι και οί Αλβανοί μισθοφόροι του ήσαν προθυμότεροι δπως παρατείνωσι τήν πάλην μάλλον ή νά συλλάβωσι τον Άλή Φαρμάκην, εις τρόπον ώστε οί πολιορκούμενοι εύρον ευκαιρίας ν' άνανεώσωσι τά εφόδια και τάς προμηθείας των. Ή δυσαρέσκεια μιας ίσχυράς μερίδος εις τό ίδιον στρατόπεδόν του τέλος ήνάγκασε τον Βελήν νά κάμη ειρήνην προς τον Άλή Φαρμάκην, δστις όμως επέβαλεν ώς δρον τής υποταγής του, δτι ό Κολοκοτρώνης και οί μετ' αύτού θά μείνωσιν ελεύθεροι νά έπιστρέψω σιν έν ασφαλεία εις τήν Ζάκυνθον. Ή έντιμος διαγωγή του Κολοκοτρώνη εις τήν περίστασιν ταύτην τω προσεποίησε μεγάλην φήμην μεταξύ των Μουσουλ­μάνων, δπως και μεταξύ των Χριστιανών, άνά τήν Ελλάδα.
Άφού αί Ιόνιοι Νήσοι παρεχωρήθησαν εις τήν Γαλλίαν, ό Κολοκοτρώ­νης διετήρησε τήν συνάφειάν του μέ τον Μορέαν, και κατέστη ζωέμπορος, των κτηνών εισαγομένων πολυαρίθμων προς χρήσιν τών στρατευμάτων. 'Οταν οί 'Αγγλοι κατέλαβον τήν Ζάκυνθον τω 1810, είσήλθεν εις τήν ύπηρεσίαν των. Ητο σχεδόν τεσσαρακοντούτης, και επειδή δέν έτρεφε συμπάθειαν ούτε προς τον Άγγλικόν χαρακτήρα ούτε προς τήν Βρετα­νικήν πολιτικήν, ή διαγωγή του ώδηγείτο καθ' ολοκληρίαν άπό τά ίδια συμφέροντά του. Ελάμβανε μέγαν μισθόν άπό τήν Άγγλίαν, και ή βελτίωσις τής κοινωνικής του θέσεως τον καθίστα ίκανόν νά διεξάγη τάς ραδιουργίας του εις τον Μορέαν μετά πλείονος αποτελέσματος. Ή λογική του και αί προλήψεις του άμα τον έδίδασκον νά θεωρή τήν 'Ρωσσίαν ώς τήν μόνην ειλικρινή σύμμαχον τής Ελλάδος, και τήν μόνην αδιάλλακτον τής Τουρκίας έχθράν, τό όποίον οί 'Ελληνες έν γένει προθυμούνται νά θεωρώσιν ώς έν και τό αυτό. Ό Κολοκοτρώνης είσήλθεν εις τήν ύπηρεσίαν τής Αγγλίας ώς λοχαγός, και παρευρέθη εις τήν έφοδον τής Λευκάδος, δπου ή Ελληνική φάλαγξ δέν έδρεψε δάφνας. Ακολούθως προεβιβάσθη εις ταγματάρχην, άλλ' ή στρατιωτική υπηρεσία δέν τω έδωκε χροιάν τινα στρατιωτικής μαθήσεως, και έμεινεν άμαθής περί τήν τακτικήν, και αναί­σθητος προς τήν άξίαν τής πειθαρχίας. Μετά τήν ειρήνην, έμεινε δύο έτη εις τούς επιτελείς, άργόμισθος. Είτα ύπεβιβάσθη, κ' έπανήλθεν είς τό πά­λαιόν του επάγγελμα του ζωεμπόρου.
Οί 'Ρώσσοι δέν είχον παρίδη τά χαρίσματά του, και ήτο σχετικός μέ δλα τά σχέδια τά σχηματιζόμενα ύπό τήν 'Ρωσσικήν αιγίδα, προς παρασκευήν εξεγέρσεων εναντίον τών Τούρκων. Ενωρίς έμυήθη εις τά μυστικά τής Εταιρίας.
Τήν 3 Ιανουαρίου 1821 κατέλιπε τήν Ζάκυνθον, προς έντάμωσιν εκεί­νων οίτινες παρεσκευάζοντο διά τήν έκρηξιν. Αποβιβασθείς είς Καρδαμύλην τής Μάνης, έκρύπτετο είς τήν οίκίαν του Μουρτζίνου, ενός τών ισχυ­ρότερων οπλαρχηγών τής ακτής, περιμένων τό σημείον προς γενικήν έξέγερσιν τών Χριστιανών. Είπομεν ήδη δτι ήτο παρών είς τήν άλωσιν τής Καλαμάτας. Τήν 25 Μαρτίου κατέλιπε τούς Μανιάτας είς Μεσσηνίαν, και απήλθε νά ζητήση άνεξάρτητον σφαίραν ενεργείας είς Καρύταιναν. Ή συμμορία του συνίστατο άπό τριακόσιους άνδρας, άλλ' έκ τούτων μόνον τριάκοντα ήσαν ύπό τάς άμεσους διαταγάς του. Άνέλαβεν δμως τήν άνωτάτην διεύθυνσιν και, είς τήν πορείαν του διά τής πεδιάδος του Λεονταρίου, έκάλει δλους τούς χωρικούς νά λάβωσι τά δπλα, έπιβάλλων τάς διαταγάς του δι' απειλών νά καύση τάς οικίας τών όκνούντων. Διήλθε τά ερείπια τής Μεγαλοπόλεως, έπαναλαμβάνων τό όνομα του 'Επαμινώνδα. Αλλά δέν ήξευρε τίποτε περί τών προσωπικών αρετών και τής βαθείας τακτικής του μεγάλου εκείνου ανδρός· ούτε, αν τά ήξευρε, θά ήσθάνετο πιθανώς έπιθυμίαν νά τά μιμηθή, καίτοι αί ίδιάζουσαι περιστάσεις είς τάς οποίας διετέλει ή Ελλάς καθιστών τάς άρετάς και τήν μάθησιν έκείνην τά άριστα προσόντα όπως γείνη τις ό ήρως τής Επαναστάσεως, και κατορθώση τα­χείαν τήν επιτυχίαν της.
Ή Καρύταινα μετ' ολίγον περιεζώσθη ύπό έξακισχιλίων ανδρών, άλλά τήν 30 Μαρτίου σώμα Τουρκικού ιππικού έκ πεντακοσίων άπό τής Τριπό­λεως προσέβαλε και διεσκόρπισε τό στράτευμα τούτο, άμοιρούν τάξεως. Ό Κολοκοτρώνης έβιάσθη νά φύγη μετά τόσης σπουδής ώστε έχασε τό του­φέκι του, και έφθασε μόνος είς Χρυσοβίτσι. Έκκλησίδιον τής Παναγίας ίσταται παρά τήν είσοδον του χωρίου. Εισήλθε και έδεήθη υπέρ τής απε­λευθερώσεως τής Ελλάδος μετά ζέσεως ήτις έμεινεν έντετυπωμενη είς τό πνεύμα του μέχρι τελευταίας πνοής. Έν τω ένθουσιασμώ τής ευλάβειάς του, του έφάνη δτι έλαβεν άποκάλυψιν άναγγέλλουσαν δτι αί προσευχαί του είσηκούσθησαν, και ήγέρθη εμψυχωμένος, και μέ νέαν ρωμαλεότητα. Ό Κολοκοτρώνης, ανδρείος, δέν απέκρυπτε τάς περιστάσεις τής φυγής του, καί, παλαιός πολέμαρχος, δέν έξεπλήττετο διά τον πανικόν μεταξύ νε­οσύλλεκτων άλλ' ή ευκολία μεθ' ης είδεν έξ χιλιάδας ένοπλους άνδρας νά διασκορπισθούν άπό πεντακόσιους ιππείς, τω ενέπνευσε μεγάλην κατα­φρόνησιν προς τό θάρρος τών αγροτών. Ή καταφρόνησις αύτη μεγάλως επεκράτησε μεταξύ τών στρατιωτικών τάξεων κατά τήν 'Επανάστασιν, καίτοι ήτο άδικος όσον καί ασύμφορος. Άλλά πάμπολλοι έκ τών οπλαρ­χηγών καί οπλιτών άπέδιδον τάς νίκας τών Χριστιανών, λίαν σφαλερώς πολλάκις, είς τά στρατηγήματα τών κλεφτών, καί είς τήν άνδρείαν τών άρματωλών. Καί δμως εμβριθής μελέτη τής ιστορίας τής Επαναστάσεως απέδειξε τό γεγονός δτι ή καρτερία καί ή αυτοθυσία τών χωρικών πρά­γματι έφερε τον αγώνα είς αίσιον πέρας. 'Οταν οί κλέφται ύπεχώρουν, καί οί άρματωλοί ήττώντο, ή αγροτική τάξις παρέτεινε τήν άντίστασιν, καί άνενέου τήν πάλην μετά πάσαν άλλεπάλληλον ήτταν, μετ' αδάμαστου επιμονής.
Είς τον Μορέαν, οί 'Ελληνες τάχιστα έγειναν κύριοι δλης τής υπαι­θρίου χώρας, καί δλος ό Χριστιανικός πληθυσμός ήτο είς τά δπλα.
Γεωργίου Φίνλεϋ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Μακεδονική- Μυκηναϊκή Διάλεκτος

Η ΣΥΓΓΈΝΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΉΣ
ΚΑΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΉΣ ΔΙΑΛΈΚΤΟΥ

Το θέμα της καταγωγής της γλώσσας και της εθνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων έθεσε σε νέες βάσεις, ο Καθηγητής, Ι.Κ.Προμπονάς με τη μελέτη του που είχε δημο σιευθεί στο περιοδικό «Μνήμων» 2 το 1973. Στον πρόλογο αυτής της μελέτης ο Καθηγητής Μπρομπονάς αναφέρει: «Δι’αυτής ο γράφων πιστεύει ότι καταρρί πτεται οριστικώς ο μύθος - καταλλήλως μάλιστα υπό της Σλαυικής προπαγάνδας καλλιεργηθείς και διαδοθείς - περί ξενικής καταγωγής των αρχαίων Μακεδόνων και «εξελληνισμού» αυτών κατά τον 5ον και 4ον π.Χ. αι. Διότι μυκηναϊκά γλωσσι κά στοιχεία άγνωστα εις τον χώρον της Ιωνικής - Αττικής, όθεν υποτίθεται ότι εγένετο ο «εξελληνισμός» των Μακεδόνων ανευρίσκονται νυν εις την Μακεδο νικήν διάλεκτον».
Ακολουθεί η αναφορά στο γλωσσικό υλικό, της,που είναι λίγες εκατοντάδες λέξεων, κύριων ονομάτων κατά το πλείστον. Αυτές προέρχονται από ποικίλες πηγές, που αγγίζουν τον 5ον π.Χ. αιώνα. Την εκθέτω: «Η ανεύρεσις επομένως εντός του πενιχρού τούτου και μεταγενεστέρων σχετικώς χρόνων υλικού μυκηναϊκών γλωσ- σικών στοιχείων, φωνητικών, μορφολογικών και λεξιλογικών ομιλεί ευγλώττως περί της αρχαιότητος της Μακεδονικής διαλέκτου. Καταρρέει τοιουτοτρόπως ο μύθος περί «εξελληνισμού» των Μακεδόνων κατά τον 5ον-4ον π.Χ. αι. και αποδεικνύεται - και διά του τρόπου τούτου - η παναρχαία ελληνικότης της γλώσσης και της εθνικότητος αυτών…».
Ο καταληκτικός συμπερασματικά απότοκος περί της εθνικής καταγωγής και της διαλέκτου των Μακεδόνων και η αναβλύζουσα επιστημονική απόγευση ήταν αποτέλε σμα οργανωμένης επιστημονικής γλωσσικής έρευνας που ανέδειξε τη συγγένεια της Μακεδονικής διαλέκτου με την Μυκηναϊκήν και την κατέστησε απτή πραγμα τικότητα. Η ερευνητική προσπάθεια κατ’ αρχάς του Ι.Κ.Πομπονά εστιάζεται στη Φωνητική και τη Μορφολογία. Ιχνηλατεί, ανακαλύπτει και επισημαίνει την ύπαρξη κοινών στοιχείων στη Μυκηναϊκή και Μακεδονική διάλεκτο.
Παραθέτω ενδεικτικά παραδείγματα αποδεικνύοντα το φαινόμενο: «(Η τροπή του ε σε ι•) ε > ι•εν λέξει «ινδέα•μεσημβρία•Μακεδόνες».Το Μακεδονικόν ινδέα υπό πάντων συνάπτεται προς το ενδία (ενν. ημέρα), ετυμολογούμενον εκ της προθέσεως εν+Δίος<δί F ιος. Η αυτή τροπή του ε εις ι μαρτυρείται διά πολλών παραδειγμάτων και εις την Μυκηναϊκήν• π.χ. a-ti-mi-te Αρτιμίτει=Αρτέμιτι (δοτ.) αλλά a-te mi-to Αρτέμιτος (γεν), ti- mi-to Θέμιστος (γεν. του Θέμις). Τροπή των δασέων φ,χ,θ εις μέσα β,γ,δ• π.χ. Σταδμέας <Σταθμέας, Βάλακρος<Φάλακρος-Φαλακρός, Γαλάδραι<Χαράδραι.Το φαινόμενο τούτο μαρτυρείται και εις την Μυκηναϊκήν•π.χ.: Ka-da-ro Kάδαρος.Την λέξιν σχετίζουν ο Palmer και ο Landau προς την παρ’ Ησυχίω γλώσσαν «καδαρόν < ου > θολερόν».
« Η συμπλήρωσις αύτη ανήκει εις τον εκδότην του Ησσυχίου Schmidt και υιοθετείται μεταξύ άλλων υπό του Fick, του Herwerden s.v. και του Χατζιδάκι. Πάντες ούτοι θεωρούν συγχρόνως τον τύπον καδαρόν<καθαρόν Μακεδονικόν. Αλλ’ η λέξις υπό την μορφήν αυτήν αναγιγνώσκεται νυν εις μυκηναϊκήν πινακίδα! o-du-ru-wi-jo Oδρύιος, παράγωγον του Όδρυς. Η λέξις μαρτυρείται εν Θεσσαλία υπό την μορφήν Όθρυς•και ασφαλώς ενταύθα ανήκει η παρ’ Ησυχίω γλώσσα «όθρυν• Κρήτες το όρος». Κατάληξις θηλυκών-α• π.χ. κεβαλά<κεφαλά, ταγόναγα<ταγών αγά, μάχα, νίκα. Μυκηναϊκή: a-ro-pa αλοιφά, ka-ra-na κράνα ki-ri-ta κριθά. Κατάληξις αρσενικών -τας• π.χ. Αλκέτας, Aμύντας, Μαχάτας, Περίτας. Μυκην: ai-ki-pa‘-ta αιγιπάστας,ma-ka-ta Μαχάτας .Ονόματα εις -άνωρ•π.χ. Αλκάνωρ,Νικάνωρ, Στασάνωρ.Μυκηναϊκά: a-ta-no Αντάνωρ,a-ka-sa-no Αλξάνωρ». Όμως η ύπαρξη συγγένειας των δύο διαλέκτων της Έλληνικής γλώσσας δεν παρα τηρείται μόνο στο χώρο της Φωνητικής και της Μορφολογίας. Αλλά επεκτείνεται και στο διασωθέν σώμα, του λεξικολογικού πλούτου της Μακεδονικής έναντι της Μυκη ναϊκής διαλέκτου. Τα προς έκθεση παραδείγματα είναι σημαντικά γιατί εκπορεύονται από το χώρο της Μακεδονικής θρησκείας και της συντεταγμένης Μακεδονικής πολι τείας. Αυτά είναι κατά κανόνα κύρια ονόματα κατά το μεγαλύτερο μέρος του Μακε δονικού λεξιλογίου που διασώθηκε και διατίθεται προς έρευνα. Όμως η ύπαρξη αφθονίας κύριων ονομάτων στις μυκηναϊκές πινακίδες καθιστά το έργο της σύγκρι σης ευχερέστερον.Έκτίθενται τα παραδείγματα: « Αιανός , ( Russu) , Mυκην. A-wa-ne-u. ΑιFανεύς. Αμφότερα τα ονόματα ταύτα, μακεδονικόν και μυκηναϊκόν, σχετίζο νται βεβαίως προς το αιανής (σαι-F–ανής). -(και «Αιανή, πόλις Μακεδονίας…» Στέφ Βυζάντιος. Αλέξανδρος. Μυκην. a-re-ka-sa-da-ra Aλεξάνδρα.Το από των μυκην. χρόνων εν χρήσει όνομα τούτο επέζησε μέχρι σήμερον προφανώς χάρις εις τον ένδοξον φορέα του. Δίος μην.Μυκην.di-wi-jo-jo meno ΔιFίοιο μηνός.Το όνομα του μηνός τούτου παρουσιάζει νέον ενδιαφέρον,διότι σχετίζεται προς την παναρχαίαν λατρείαν όχι μόνον των μακεδόνων, αλλά του Ελληνικού έθνους γενικώτερον. Ως είναι δηλαδή γνωστόν τα ονόματα των αρχαίων μηνών προέρχονται εξ ονομάτων εορτών. Δίος επομένως εκλήθη ο μην εκ της τελέσεως κατά την διάρκειαν αυτού εορτής Δία καλουμένης, ήτις προς τιμήν βεβαίως του Διός ετελείτο. Πάντα δε ταύτα προϋποθέτουν ωργανωμένον εις την Μακεδονίαν θρησκευτικόν βίον ήδη, ως κατωτέρω θα δειχθή προ του 1900 π.Χ. Η επιβίωσις δε του ονόματος τούτου κατά τους ιστορικούς χρόνους εις την Μακεδονίαν δεν εκπλήσσει και δι’ άλλους λόγους αλλά και διότι, ως είναι γνωστό, εις τον χώρον της λατρείας η παράδοσις «μέγας δυνάστης» είναι» .Θεόδωρος.Μυκην. te-o-do-ra. Και το όνομα τούτο αριθμεί βίον χιλιετηρίδων .Κασσάνδρα. Το όνομα απαντά εις την Μυκην. υπό τον τύπον ke-sa-λda-ra Κεσσάνδρα και ταυτίζεται προς το Κασσάνδρα». «Ο αριθμός των κυρίων ονομάτων των απαντώντων από κοινού εις την Μακεδονικήν και Μυκηναϊκήν διάλεκτον δεν είναι ασήμαντος: εκ των διακοσίων περίπου διασωθέντων μακεδονικών ονομάτων εκ πηγών του 5ου και 4ου π.χ.αι. τα τεσσαράκοντα και πλέον είναι και μυκηναϊκά! Ο αριθμός δ’ ούτος πράγματι εκπλήσσει, αν ληφθή υπ’ όψιν ότι εκ των επτακοσίων περίπου κυρίων ονομάτων των απαντώντων παρ’ ‘Ομήρω, τα μαρτυρούμενα και εις τα μυκηναϊκά κείμενα ανέρχονται μόλις εις εξήκοντα. Από της πλευράς αυτής -τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών - προς την Μυκηναϊκήν συγγενεύει περισσότερον η Μακεδονική διάλεκτος παρά ο Όμηρος, ο οποίος εν τούτοις περιγράφει τον μυκηναϊκόν κόσμον και κείται χρονικώς πολύ εγγύτερον εις αυτόν!» Όμως η υπάρχουσα συγγένεια μεταξύ Μακεδονικής και Μυκηναϊκής διαλέκτου φαίνεται να εμφιλοχωρεί και στις άλλες ελληνικές διαλέκτους, στην Αρκαδοκυπριακή και σε εκείνες που χαρακτηρίζονται για το αχαϊκό γλωσσικό υπόστρωμα. Αυτό αποσαφηνίζεται και τεκμηριώνεται με τα κάτωθι εκτιθέμενα παραδείγματα: «Αέροπες• Έθνος Τροιζήνα κατοικούντες.και εν Μακεδονία γένος τι.και όρνεα τινά». «αμαλή. Η λέξις απαντά παρ’ Ομήρω (υ14,Χ310) αλλά και ως μακεδονική. Κατά το Μ. Ετυμολογικό 76,39: «αμαλή• η απαλή .η δε λέξις Μακεδόνων». Αμύντας εν Μακεδονία (Xoffmann, Russu, Kalleris 291,292,293). Το αυτό ακριβώς όνομα ανεγνώσθη νυν εις κορινθιακήν επιγραφήν του 8ου -7ου π.Χ. αι., « loin du domaine macédoniam», ως αναγνωρίζει ο Masson». Βάλλαι. Όνομα μακεδονικής πόλεως. Δεν ενδιαφέρει ενταύθα η ετυμολογία του ονό ματος. Σημασίαν έχει ότι « βάλλαι» εκαλούντο οι «βαθμοί υπό Κυπρίων» κατά την μαρτυρίαν του Ησυχίου και ότι επομένως, εκ του προσηγορικού τούτου ηδύνατο να προκύψει το Μακεδονικόν τοπωνύμιον. Ζέρεθρον. Κατά την ρητήν μαρτυρίαν του Ευσταθίου ζέρεθρον εκάλουν οι Μακεδόνες το βάραθρον: «το δε βέρεθρον κοινώς μεν βάραθρον, κατά Μακεδόνας δε φασί και ζέρεθρον λέγεται»• και αλλαχού: «ότι δε το βέρεθρον ζέρεθρον Μακεδόνες φασί, και αλλαχού δηλούται». Κατά την μαρτυ ρίαν του Στράβωνος (VIII 389) ομοίως εκάλουν οι Αρκάδες τα βέρεθρα : «…των βερέθρων, α καλούσιν οι Αρκάδες ζέρεθρα…». ίλαξ: Κατά την μαρτυρίαν του Ησυχίου ούτως εκάλουν οι Μακεδόνες την πρίνον: «ίλαξ• η πρίνος, ως Ρωμαίοι και Μακεδόνες».(Latte). Ότι πρόκειται ενταύθα σύμφυ ρσις των γλωσσών: «ίλαξ∙ η πρίνος, Μακεδόνες» και «ίλεξ∙ η πρίνος, ΄Ρωμαίοι» υπεστηρίχθη ήδη. Άλλωστε η αυτή λέξις και εν τη αυτή σημασία μαρτυρείται εκ της Ηλείας και εκ της Λακωνίας• κατά την μαρτυρίαν και πάλιν του Ησυχίου : «δίλαξ η αρία, το φυτόν. Λάκωνες» (Latte) και : «φίλαξ• δρυς νέος». Ήλείοι. Οι τύποι δίλαξ και φύλαξ ομιλούν σαφώς περί υπάρξεως αρχικού F, όπερ απλούστατα εξέπεσεν εις το Μακεδονικόν (F) ίλαξ! ιν=εν. Εν Μακεδονία,ως δεικνύει η λέξις ινδέα. Ομοίως εν Αρκαδία, Κύπρω, Κρήτη, και Παμφυλία. σιγύννη. Κατά την μαρτυρίαν του Ηροδότου V9 «σιγύννας δι’ ών καλέουσι …Κύπριοι τα δόρατα». Αλλ’ η αυτή λέξις είναι και μακεδονική• κατά την Σούδαν: «σιγύννη και σιγύννους• τα δόρατα παρά Μακεδόσιν». Και ασφαλώς ο γνωρίζων την επί χιλιε τηρίδας αδιάκοπον γλωσσικήν και εθνικήν παράδοσιν εις τον τόπον τούτον δεν ξενί ζεται πληροφορούμενος ότι η λέξις αύτη ζη μέχρι σήμερον εις την Ελληνικήν γλώσσαν. Και ορθότατα βεβαίως ο καθηγ. Τσοπανάκης αναφερόμενος είς την επιβίωσιν της λέξεως εν Ρόδω συμπεραίνει ότι «ότι η λ. ήταν γνωστή και στην Ρόδο (όπως δηλ. εις την Μακεδονίαν και εις την Κύπρον) από το ίδιο αχαϊκό –μυκηναϊκό υπόστρωμα». Εις τα ανωτέρω προσθετέον και εν παράδειγμα ειλημμένον εκ της σημερινής προφορικής παραδόσεως! Το ρήμα μπλάζω (<εμπλάσσω, ιων.-αττ. εμπλήσσω- ττω>)= «συναντώ ξαφνικά κάποιον, πέφτω επάνω σε κάποιον» , όπερ υπό την αυτήν μορφήν και την αυτην σημασίαν σώζεται μέχρι σήμερον εις την Μακεδονίαν και εις την Κύ προν. Εις την λέξιν αυτήν αντικατοπτρίζεται αδιάκοπος εθνική παράδοσις τεσσά ρων χιλιετηρίδων. ( σημείωση γράφοντος: Και νυν εν Σιατίστη το παρόν ρήμα στον Αόριστο: έμπλαξα). .
Ο καθηγ. Προμπονάς θεωρεί τη Μακεδονική διάλεκτο ως την αρχαιοτέρα μεταξύ των ελληνικών διαλέκτων και τους Μακεδόνες ως τούς γνησιότερους ινδοευ ρωπαίους πρωτοέλληνες. Παράλληλα όμως την χαρακτηρίζει συντηρητική. « Ή ιδιό της αύτη οφείλεται εις τους προηγουμένους λόγους και συγχρόνως εις την επί μέγα χρο νικό διάστημα(από του 1900 π. Χ. μέχρι και του 5ου π.Χ. αι. περίπου) απομόνωσιν της Μακεδονίας από του λοιπού ελληνοφώνου κόσμου, οφειλομένην εις άλλους λόγους αλλά και εις την γεωγραφικήν φύσιν της Χώρας. Εις τον χαρακτήρα της Μακεδονικής διαλέκτου οφείλεται η βραδυτάτη εξέλιξις ταύτης και η επιβίωσις εις αυτήν παναρ χαίων λέξεων–εσχηματισμένων, εννοείται, επί τη βάσει των νόμων της Ελληνικής γλώσ σης–σπανιωτάτων ή και αμαρτύρων εις τας λοιπάς ελληνικάς διαλέκτους.Eορδία:
Περιοχή της Μακεδονίας νοτίως του όρους βέρμιον. Το γεωγραφικόν όνομα Μνημονεύεται το πρώτον παρά Θουκυδίδη (ΙΙ 99). Πόθεν το όνομα; Ό καθηγητής Τσοπανάκης υπέθεσεν ότι ο εν αρχή φθόγγος Ε αντιπροσωπεύει ενταύθα αρχικόν F.No μίζω ότι η γνώμη του καθηγητού Τσοπανάκη είναι ορθή: ο εξ επιγραφής του 4ου π.χ. αι. μαρτυρούμενος τύπος Ευορδία(=ΈFoρδία) δεικνύει τούτο. Tι σημαίνει Εορδία= Fορδία; Τα μυκηναϊκά wo-do-we FoρδόFεν=ροδόεν (έλαιον), wo-di-je-ja Fορδί εια=Ροδίεια έρχονται τάχιστα εις τον νουν και αναμφιβόλως συμβάλλουν εις την ερμηνείαν του μακεδονικού τοπωνυμίου: ΕορδίαΑλλά ο ερευνητής της Μακεδονικής διαλέκτου ας μην προσμένει να ιχνηλατήσει μόνον σ’ αυτήν τα αναζητούμενα πανάρχαια γλωσσικά στοιχεία, μόνον στον διασω θέντα λεκτικό πλούτο της. Όμως δεν λείπουν οι περιπτώσεις λέξεων που η ορθή ετυμολόγηση και ερμηνεία των, επιβάλλει τη συνδρομή της Νέας Ελληνικής. Παραθέτω το ακόλουθο χαρακτηριστικό παράδειγμα του Ησυχίου: Παρ’ Ησυχίω φέρεται «άδδαι• ρυμοί• Μακεδόνες». Παρακάμπτω τις γλωσσικές προσεγγίσεις και ερμηνείες, Ελλήνων και ξένων ειδικών, για να παρουσιάσω εκείνην που έλυσε το πρόβλημα. Και αυτή είναι του Καθηγητή, Ι. Κ. Προμπονά. Εξ αυτής εκθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Αλλά ποία η προέλευσις της λέξεως;
Η Νέα Ελληνική, μάλιστα δε τα σημερινά Μακεδονικά ιδιώματα παρέχουν την δυνα τότητα πειστικής ερμηνείας της λέξεως άδδαι. Αρχίζομεν από του παρ’ Ησυχίω ερμη νεύματος «ρυμοί». Η λέξις αύτη εις την αρχαίαν Ελληνικήν εσήμαινε κατ’ αυτόν τον Ησύχιον «του άρματοςτο εκτεταμένον ξύλον παρά τους ίππους έως του ζυγού μέσου από του άξονος, ό τινες στήμονα και σταθμίον καλούσι», ήτοι το προς τα εμπρός εκτεινόμενον ξύλον της αμάξης από του μέσου άξονος μέχρι του ζυγού, εκατέ ρωθεν του οποίου ζευγύονται τα υποζύγια. Άλλ’ εξόχως ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία του Πολυδεύκους ( Όνομ. 1252), καθ’ην η λ. ρυμός εχρησιμοποιείτο και επί αρότρου προς δήλωσιν του επιμήκους ξύλου του συνδέοντος τον ζυγόν μετά του υνίου, σημαίνουσα επομένως ο,τι περίπου και ο ιστοβοεύς των αρχαίων,το σταβάρι των σημερινών Ελλήνων. Όμως πλην των ανωτέρω η λέξις ρυμός είχε και άλλην γενικωτέραν σημασίαν• εσήμαινε γενικώτερον ξύλον–πιθανώτατα επίμηκες –ως συνά γεται εκ των κατωτέρων επιγραφών:
«ξύλα και κληματίδες και ρυμοί τα ιερεία εψήσαι»:
(ΙG XI 2, 203, A51• του 3ου π.Χ. αι. Δήλος)•
«λαμπάδες και ρυμοί εις τους χορούς Άρτεμισίοις»
« Άφροδισίων τω χορώ λαμπάδες, ρυμοί»
Επομένως, συμφώνως προς το ερμήνευμα ρυμοί η Μακεδονική λέξις άδδαι εσήμαινε: α) επίμηκες ξύλον ως εξάρτημα αμάξης ή αρότρου, έχον σχέσιν προς τον ζυγόν ή β) απλώς επίμηκες ξύλον.
Ποία λοιπόν η λανθάνουσα υπό το λήμμα άδδαι λέξις;
Την απάντησιν δίδουν εν συνδυασμώ βεβαίως προς τα προηγούμενα, τα σημερινά Μακεδονικά ιδιώματα: αδρά καλείται σήμερον κατά τας μαρτυρίας του ΙΛΑ( Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής της Ακαδημίας Αθηνών), εις την Σιάτισταν της Μακε δονίας . « α) ξυλίνη ή σιδηρά σφήν συνδέουσα τον ιστοβοέα μετά του ζυγού β) ράβδος ποιμενική: ασμ: Με τη φλουέρα τα λαλεί με την αδρά τα διώχνει. Το σημερινόν μακεδονικόν αδρά βοά ότι εις το παρ’ Ησυχίω άδδαι πρόκειται εσφαλμένη παράδοσις του αδραί: εις την κεφαλαιογράμματον γραφήν ευκόλως το συμπλεγμα ΔΡ ηδύνατο να παραναγνωσθή εις ΔΔ.
Η λέξις τώρα αδρά- αδραί, η φερομένη παρ’ Ησυχίω ως μακεδονική και υπό τον εσφαλμένον τύπον άδδαι, είναι η πράγματι μακεδονική μόνον κατά την μορφήν. Αύτη μαρτυρείται και εις ποικίλους τύπους. Παραθέτω αυτολεξεί το σχετικόν λήμμα του ΙΛΑ, όπου παρέχεται και η ετυμολογία της λέξεως. « αδρύ το, Μακεδ. Ψαρ. Αντρύ Μακεδ. Σίφν. Ίδρυ Σέριφ. Σύρος. (… αdρυά Μακεδ.(Χαλκιδ.) αδρά Μακεδ.( Σιάτ.) αdρυάς ο Μακεδ.( Χαλκιδ.).Έκ του μεσν. Ουσιαστικόν άδρυον. Πβ. Ησύχ. « άδρυα• οι τύλοι αρότρου, δι’ ων ο ιστοβοεύς αρμόζεται». 1) Ξυλίνη ή σιδηρά σφην συνδέουσα τον ιστοβοέα μετά του ζυγού 2) ράβδος ποιμενική Μακεδ. (Σιάτ.). Τη βοηθεία λοιπόν της Νέας Ελληνικής αποκατεστάθη εσφαλμένως παραδοθείς τύπος παρ’ Ησυχίω, ευρέθη το έτυμον μιας εισέτι μακεδονικής λέξεως και συγχρόνως κατέρρευσε βασικόν επιχείρημα της περί ξενικής καταγωγής της Μακεδονικής διαλέκτου θεωρίας,όπερ είχε στηριχθή επί της εσφαλμένης ετυμολογίας της λέξεως ταύτης. Ότι δ’ η μελέτη των σημερινών νεοελληνικών ιδιωμάτων,μάλιστα δε των Μακεδονικών, θα φωτίσει και άλλων «μακεδονικών» λέξεων την προέλευσιν, περιττεύει βεβαίως να λεχθή.
Και είναι βεβαίως περιττόν κατόπιν των προηγουμένως αναπτυχθέντων να τονισθή ότι η θεωρουμένη νυν υπό νέον πρίσμα Μακεδονική διάλεκτος όχι μόνον παρουσιάζει ιδιαίτερον ενδιαφέρον διά την ιστορίαν της Ελληνικής γλώσσης, αλλά και διαφωτίζει, όσον ίσως ουδεμία άλλη των Ελληνικών διαλέκτων, την παναρχαίαν ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους: μεταξύ άλλων αι μακεδονικαί λέξεις Δίος (μην), Λάγος¬-Λαγέτας, διαίτας κ.λ.π., μαρτυρούμεναι εμμέσως ή αμέσως και εκ των μυκηναϊκών πινακίδων, ανάγονται βεβαίως εις τους προ του 1900 π .Χ. χρόνους και ομιλούν ευγλώτως περί ωργανωμένου ήδη από της εποχής εκείνης θρησκευτικού και πολιτικού βίου του έθνους των Ελλήνων.
Δυνάμεθα δ’ ως ακολούθως να συνοψίσωμεν τα περί Μακεδονικής διαλέκτου και Μακεδόνων. Η διάλεκτος αύτη είναι: 1. γνησίως Ελληνική, αδελφή της Μυκηναϊκής – Αιολικής και της Αρκαδοκυπριακής, και 2. η αρχαϊκωτέρα, αμιγεστέρα και συντηρη τικωτέρα των Ελληνικών διαλέκτων των ιστορικών χρόνων. Κατά συνέπειαν οι ομιλούντες ταύτην Μακεδόνες είναι οι γνησιώτεροι Ινδοευρωπαίοι Πρωτοέλληνες. Η προς αυτούς οφειλή του Έθνους είναι μεγίστη• προμαχούντες των Ελλήνων του νότου, συνέβαλον ούτοι εις την δημιουργιαν του Ελληνικού πολιτισμού, ον αργότερον διέδωσαν δια του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανά τα πέρατα της Οικουμένης, εξελλη νίσαντες τον τότε γνωστόν κόσμον και καταστήσαντες παγκόσμιον την Ελληνικήν γλώσσαν.


ΑΡΜΑΝΟΙ–ΒΛΑΧΟΙ

ΒΛΑΧΟΙ

ΑΡΜΑΝΟΙ–ΒΛΑΧΟΙ

Ο καθηγητής Ρωμανίδης είπε για την ελληνική γλώσσα:
«Η ιδέα ότι εις το λεγόμενον Βυζάντιον υπήρχεν ελληνική μονογλωσσία και πρακτική πολυγλωσσία είναι ευρωπαϊκός και ρωσικός μύθος. Οι βλαχόφωνοι, οι αρβανιτόφωνοι και οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι ανήκουν εις την παραδοσιακήν δίγλωσσον Ρωμαιοσύνην. Η βλαχική είναι η ρωμαϊκή και η ελληνική είναι η ρωμαΐκη και η αρβανίτικη είναι η ωραιοτάτη σύνθεσις των δύο. Το ότι επεκράτησεν ως μόνη επίσημος γλώσσα η ρωμαίικη δεν σημαίνει ότι ηχρηστεύθη η ρωμαϊκή. Είναι αδιανόητον διά τον Ρωμηόν να ισχυρισθή κανείς ότι οι εν Ελλάδι Βλαχόφωνοι, αρβανιτόφωνοι, και ελληνόφωνοι δεν είναι είς λαός. Εάν ποτέ αφαιρεθούν οι Αρβανίται και Βλάχοι από τον κατάλογον των ηρώων της Επαναστάσεως του 1821, θα φύγη το ήμισυ τουλάχιστον των ονομάτων και μάλιστα ονόματα πατριωτών που δεν εγνώριζον καν ή καλώς τα ρωμαίικα.»
Ως κεντρική θεματική προς διερεύνηση, του παρόντος σημειώματος, επιλέχτηκε η προσέγγιση και μελέτη των Αρμάνων–Βλάχων. Εκτίθενται έτσι, οι αρμόζουσες προς τούτο πληροφορίες, των ιστορικών πηγών: «Βλάχος σημαίνει λατινόφων. Εξαιρέσει των λατινοφώνων της Ιστρίας, των Gici, και των Μεγλενών, των Μεγλενιτών, πάντες οι λοιποί λατινόφωνοι, ανεξαρτήτως, των επί μέρους ονομάτων, άτινα φέρουν, αποτελούν, την αξιολογωτέραν επιβιώσασαν μερίδα των εκλατινισθέντων της Βαλκανικής και είναι ευρύτερον γνωστοί ως Κουτσόβλαχοι. Αυτοί όμως ουδέν των ονομάτων τούτων χρησιμοποιούν.
Αυτοαποκαλούνται Αρμάνο, ενική ονομαστική Αρμάνος από το Λατινικό Α+ρομάνους, όπερ επεκράτησε να γράφηται Αρωμούνος.» …εις τας ελληνικάς χώρας υπό τε των ελληνοφώνων και των λατινοφώνων, αμφοτέρων γνησίων κληρονόμων και συνεχιστών του Ρωμαϊκού Κράτους και του Βυζαντίου [που ως γνωστόν αυτοονομαζόταν ΡΩΜΑΝΙΑ, από τη νέα Ρώμη- Κωνσταντινούπολη και ‘Βυζάντιο’ το ονόμασε στα 1562 ο γερμανός Ιερ. Βολφ], χρησιμοποιείται εισέτι υπό τους δημώδεις τύπους Ρωμιός και Αρμάνος της μεταξύ αυτών διαφοράς συνιστα μένης εις το ότι ο μεν φορεύς του πρώτου είχεν αποκτήσει το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτου αλλά ωμίλει μόνον την ελληνικήν, ο δε του δευτέρου πέρα του αυτού δικαιώματος έκαμνε χρήσιν και της λατινικής, ήτοι ήτο δίγλωσσος.»
Βλάχους ή Κουτσόβλαχους ονομάζουν τους λατινόφωνους κατοίκους της Ελάδας οι συντοπίτες τους. Όμως οι ίδιοι απορρίπτουν αυτές τις προσωνυμίες και δεν τις χρησιμοποιούν στη λατινογενή τους γλώσσα στην οποία, αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι. Η λέξη Βλάχος, κατά τους ερευνητές σχηματίζεται από την σλαβική Vlah, που σημαίνει τον αλλοεθνή, τον ξένο, ή από τη γερμανική λέξη Walechen, που σημαίνει επίσης τον ξένο.
Η λέξη Κουτσόβλαχοι προέρχεται από το Τουρκικό, Κιουτσούκ Βα λάχ=Μι κρό-βλαχοι, δηλαδή κάτοικοι της Μικρής Βλαχίας. Μπουγιούκ Βαλάχ=Μεγαλό-βλαχοι, δηλαδή κάτοικοι της Μεγάλης βλαχίας. Ονοματολογία της περιόδου της Ρωμανίας (του Βυζαντίου). Την ίδια περίοδο στον Ελλαδικό χώρο, η μεν Θεσσαλία ονομαζόταν Μπουγιούκ=Βαλαχί, η δε Αιτωλοακαρνανία Κιουτσούκ Βαλαχί. Τα τελευταία χρόνια η αναφορά στους Βλάχους γίνεται με τη χρήση της προσωνυμίας Αρωμούνοι. Τον όρο χρησιμοποίησε ο εθνολόγος W.Weigand . Τη χρήση του όρου στο ελληνικό επιστημονικό κοινό εισηγήθη κε ο γλωσσολόγος Ν. Ανδριώτης. Ενώ τη χρήση της λέξης «Αρμάνοι», εισήγαγε ο ερευνητής Σ.Ν.Λιάκος.
Για τη δημιουργία όμως του λατινόφωνου αυτού ιδιώματος, της Αρμάνικης γλώσσας που αποτέλεσε το συνδετήριο κρίκο, για πολλούς αιώνες, του ελληνκού και Ρωμαϊκού πολιτισμού, ο Κωνσταντίνος Κούμας, στο έργο του «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, το 1812 έγραψε: «Οι Ρωμαίοι επί οκτώ εκατονταετηρίδας από του Άλβιος έως τας ερήμους της Αφρικής, καθυποτάξαντες τα έθνη και αναμίξαντες δια των αποικιών τους ταύτας, εισήγαγον κατά φυσικόν λόγον εις αυτά και την γλώσσαν των. Η Ιλλυρία αποκατεστάθη επαρχία (Ρωμαϊκή) το 219 π.Χ., η Μακεδονία και η Ήπειρος το 167 π.Χ. και η Ελλάς το 146 π.Χ. Επί αιώνας έγεμεν από στρατεύματα ρωμαϊκά, επάρχους και άρχοντας Ρωμαίους. Αποτέλεσμα τούτων ήτο ότι οι Μακεδόνες Θεσσαλοί, Έλληνες έμαθαν την γλώσσαν των νικητών των και πολλοί έχασαν την ιδικήν των. Εις μόνον τας μεγάλας πόλεις αντείχεν η Ελληνική γλώσσα και τα βουνά της Ιλλυρίας απέκρουσαν την αλλόφυλλον, οι δε κάτοικοι χωρίων και κοιλάδων ανέμιξαν τας εγχωρίους των με την ρωμαϊκήν και ούτω κατασκεύασαν ανάμικτόν τι παρα μόρφωμα διαλέκτου, σωζόμενον εισέτι εις πολλά μέρη της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Ελλάδας. Όλοι ούτοι οι λαοί, ονομάζονται με κοινόν όνομα Βλάχοι.»
Όμως δεν είναι λίγοι οι ιστορικοί και χρονογράφοι που μαρτυρούν την παρουσία των Βλάχων στα χρόνια της Ρωμανίας (Βυζαντίου). Μια μαρτυρία από αυτές είναι του Θεοφύλακτου Σιμμοκάτη, ιστορικού του 7ου μ. Χ., αιώνα. Κατ’ αυτήν, οι Βυζαντινοί εκστρατεύουν εναντίον των Αβάρων στη Θράκη (579-586 μ.Χ.). Όταν όμως το φορτίο του ζώου κινδύνευσε να βρεθεί στο έδαφος η φωνή του ημιονηγού έσχισε τον αέρα: «τη πατρώα φωνή… τόρνα, τόρνα, φράτερ, και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν, τόρνα-τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζο ντες.»
Αυτό το λατινόφωνο δείγμα γραφής, τόρνα-τόρνα-φράτερ, που σημαίνει (γέρνει-γέρνει-αδελφέ), είναι το παλαιότερο γραπτό μνημείο της Αρμάνικης-γλώσσας. Η λέξη «τόρνα=γέρνει», παράγεται από το Ομηρικό ρήμα <τορνό-ω=τορνώ=κύκλον εμαυτώ γράφω· στην Αρμάνικη-Βλάχικη γλώσσα σημαίνει: στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω, επιστρέφω, γέρνω. Επίσης και η άλλη βλάχικη λέξη φράτερ=αδελφός, είναι Ομηρική. Η φρήτρη ( Ιων. ) αντί του φράτρα (φρά τηρ=αδελφός), Ιλ.Β 362, 363. Εξάλλου από τα τέλη του 18ου αιώνα, λόγιοι και λεξικογράφοι αναλαμβάνουν μια αξιόλογη προσπάθεια γραφής κειμένων στη βλάχικη γλώσσα, τα οποία και εκδίδουν. Εκτίθενται τα συγγραφέντα και εκδοθέντα έργα: Ο λόγιος Θεόδωρος Αναστασίου Καββαλιώτης εκδίδει στη Βενετία το 1770, την «Πρωτοπειρία». Ένα βιβλίο που περιλαμβάνει προσευχές, γνωμικά και διηγήματα. Στις σελίδες του φέρει κατάχωρισμένες, σε τρεις κάθετες στήλες, 1170 λέξεις, σε τρεις διαλέκτους αντίστοιχα: νεοελληνική, βλάχικη και αλβανική. Το 1794, ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης τυπώνει στη Βενετία την «Εισαγωγική Διδασκαλία». Το έργο επανεκδίδεται το1802. Έχει τριπλάσια ύλη και ένα τετράγλωσσο λεξικό «της απλής ρωμαϊκής (ελληνικής), της εν Μοισία βλαχικής, της βουλγαρικής και Αλβανιτικής.» Προσέτι στη Βιέννη το 1813, ακολουθεί η έκδοση της πρώτης βλάχικης γραμματικής, από τον Μιχαήλ Μποϊατζή. Αυτή φέρει τον τίτλο: «Γραμματική Ρωμανική, ήτοι Μακεδονοβλαχική» και είναι γραμμένη στα ελληνικά και στα γερμανικά. Οι βλάχικες λέξεις αποδίδονται με το λατινικό αλφάβητο. Λίγα χρόνια πιο μπροστά, ο Μοσχοπολίτης, Κωνσταντίνος Ουκούτα, τυπώνει στη Βιέννη τη «Νέα Παιδαγωγία, ήτοι Αλφαβητάριον εύκολον του μαθείν τα νέα παιδιά τα ρωμανο-βλάχικα γράμματα εις την κοινήν χρήσιν των Ρωμανο-Βλάχων». Το εγχειρίδιο αυτό προσφέρει τη δυνατό τητα εκμάθησης της βλάχικης διαλέκτου, με μεταφρασμένα θρησκευτικά κείμενα από την ελληνική στην αρμάνικη γλώσσα. Αλλά και στο Λονδίνο το έτος 1822 τυπώνεται η Καινή Διαθήκη στην αρμάνικη-βλάχικη γλώσσα. Και ο Ν. Γιανοβίτσης το έτος 1821, τυπώνει το: «Λεξικόν πεντάγλωσσον ελληνο-γκραικορωμανο-γερμανο-ουγγαρικόν.» Ο Ν. Γιανοβίτσης στον πρόλογο του λεξικού του γράφει πως για τα γκραικικά χρησιμοποίησε το «γλώσσαν, ως ειδήμων εκείνων, ήντλησα και προσέθηκα εξ ιδίας πηγής μου, ωσάν οπού είμαι γεννημένος Ρωμάνος, εκ της εν Μ α κ ε δ ο ν ί α Μ ο σ χ ο π ό λ ε ω ς κ α τ α γ ό μ ε ν ο ς». Άς δούμε τώρα την οδική σύνδεση της Ρώμης με τις Ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Δια των περιοχών της Μακεδονίας διερχόταν η δίκλωνη όδευση της Εγνατίας (Απολλωνία–Κορυτσά–Εδεσσα) και (Δυρράχιο–Αχρίδα–Μοναστήρι–Έδεσσα), δια της οποίας επικοινωνούσε η Αδριατική με το Αιγαίο και η Ρώμη με την Κωνσταντινούπολη. Για τους πληθυσμούς αυτούς που γειτνίαζαν με τη δίκλωνη Εγνατία, ανα φέρο νται από το Στράβωνα ως Μακεδονόγλωσσοι (VII, 7,4 και8) και από τον Πολύβιο (18,30,6). Για την κατάκτηση της Βαλκανικής ήταν φυσικό επακόλουθο να στρατο λογηθούν λεγεωνάριοι από τις περιοχές της ελεύθερης Μακεδονίας. Οι περιοχές αυτές αποτέλεσαν την Πέμπτη και Έκτη στρατηγικές επαρχίες της Ιλλυρίδος (Στραβ. XYII,3 παρ.25). Από εδώ προέρχονταν οι δύο ρωμαϊκές λεγεώνες, φρουροί του Δούναβη. Η μία από αυτές έφερε το όνομα « Πέμπτη Μακεδονική Λεγεών». Είχε έδρα το σημερινό Βιδίνι της βορειοδυτικής Βουλγαρίας. Οι υπηρετούντες σε αυτήν έφεραν το όνομά της και εκαλούντο Quin quari= Πεμπταίοι. Και κατά τη Βλαχική, Λατινομακεδονική γλώσσα Τσιντσάροι (τσίντσι= πέντε). [Σημ.γραφ: Τσίντσαρης-Τσίτσαρης-Τσίτσας]. Αλλά η εθελούσια κατάταξη πολλών αρρένων ως μισθοφόρων στις ρωμαϊκές λεγεώνες για περίοδο μεγαλύτερη από 20-25 χρόνια, συνέβαλε σημαντικά, στο γλωσσικό εκλατινισμό των κατοίκων του Ολύμπου, της Πίνδου και των άλλων ορεινών όγκων της Κεντρικής Βαλκανικής, στα ευρύτερα όρια της Μείζονος Μακεδονίας. Ο απολυόμενος λεγεωνάριος, εθεωρείτο civis Romanus = Ρωμαίος πολίτης, τιμητικά. Έτσι οι απολυόμενοι της Λεγεώνος, αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι. Χρήσιμη πληροφορία αντλούμε για το λατινόφωνο αυτό ιδίωμα από το «Ετυμολογικό Λεξικό της Κουτσοβλαχικής» του Κωνσταντίνου Νικολαΐδη και το σύνολο των 6.562 λέξεων που περιλαμβάνει. Εξ αυτών: Το 52 στις εκατό είναι ελληνικής προέλευσης, το 0,26 σλάβικης, και 2657 λέξεις είναι λατινικής κατά γωγής. Μεγάλη προβάλλει η προσφορά των Αρμάνων–Βλάχων στους αγώνες του Ελληνικού έθνους. Την αποθανάτισαν ξένοι και Έλληνες ιστοριογράφοι και είναι λίγο-πολύ γνωστή. Προσφορά πολυειδή που εξακτινώνεται στον εθνικό, πολιτιστικό και οικονομικό τομέα. Από έγγραφο των Αρχείων της Βενετίας, της 27ης Ιουλίου 1423, προκύπτει ότι το 1420 Βλάχοι συμμετέχουν στην υπεράσπιση της Θεσσα λονίκης. Μάχονται κατά των επιδρομών των ορδών του σουλτάνου. Το 1453, άλλο ένοπλο σώμα 2.000 ιππέων Βλάχων από την περιοχή της Πίνδου, σπεύδει να υπερασπισθεί την πολυθρήλητη «ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ». Την Κωνσταντινούπολη. Αλλά το ύψιστο εγχείρημα φιλοπατρίας παραδίδει στους μεταγενέστερους, άλλο φυλάκιο του Έλληνισμού στο βορρά, άλλη Μακεδονική πόλη. Η μαρτυρική Μοσχόπολη. Παρουσιάζω τις πληροφορίες: «Ίνα αντιληφθεί κανείς το ηρωϊκό πνεύμα των Μοσχοπολιτών και την αντίληψιν που είχον ούτοι δια τον αγώνα του 1821, λέγομεν ως αναγράφεται εις τους κώδικας της μονής Προδρόμου και Παναγίας, εξακόσιοι δέκα οκτώ τότε νέοι της περιφερείας, εξ ών οι πλείστοι εκ Μοσχοπόλεως, θέλοντες να ενισχύσουν τον εθνικόν εκείνον αγώνα, χωρίς να υπολογίσουν κόπους, ταλαιπωρίας και κινδύνους, δεν εδίστασαν πεζή να κατέβουν στην αγωνιζομένη Ελλάδα, με μόνον κίνητρον την αγάπην δια την ελευθερίαν». Η ακριτική πόλη δίνει έντονο το αγωνιστικό της παρόν και το 1914. Να τι λένε οι πηγές: «Η Μοσχόπολις αφού έλαβεν ενεργόν μέρος εις τον βορειοηπειρω τικόν αγώνα, υπέστη τον Οκτ. του 1916, την επίθεσιν των δημίων του αλβανού αιμοβόρου Σαλή Μπούτκα, οι οποίοι με πρωτοφανή αγριότητα και αχαλίνωτον μανίαν κατέστεψεν ολοσχερώς την ανθούσαν πόλιν». Εκθέτω τώρα τις ιστορικές πηγές που αναφέρονται σε Εθνικούς Ευεργέτες: «Δι’ όσους αμφιβάλλουν δια την Εθνικήν συνείδησιν των Βλαχοφώνων τούτων Ελλήνων, μνημονεύσωμεν πως εσκέπτετο ένας από τους διαπρεπεστέρους εξ αυτών ο Σίνας, καίτι ούτος εκπατρισθείς μικρός διήλθεν όλον τον βίον του εις Βιέννην, όπου μάλιστα είχε τιμηθεί ούτος με τον τίτλον του βαρώνου». «Δεν έχω λέξεις ικανάς να δοξάσω τον ύψιστον, έλεγεν ο Σίνας, δι’ όλα τα αγαθά που μου έδωσε. Αλλά έν μόνον δεν ηδυνήθην δυστυχώς να πράξω, να δώσω όλως ελληνικήν ανατροφήν εις τον υιόν μου, και να εξοικειώσω αυτόν προς τε την γλώσσαν και προς τά πάτρια ήθη και έθιμα, ώστε να μη διακρίνηται των άλλων Ελλήνων μόνον δια τον πλούτον, αλλά μάλλον δια τον ακραιφνή και γνήσιον ελληνισμόν». Η επόμενη αναφορά που παρακάτω εκτίθεται, αποκαλύπτει την βαθιά ελληνική συνείδηση της Μοσχόπολης και τον πατριωτισμό της οικογενείας Σίνα. « Οι Μοσχοπολίται όπου και αν ευρέθησαν δεν έπαυσαν να δεικνύουν την αυτήν αγάπη προς τα γράμματα και τον ελληνισμόν. Ο επίμονος αυτός πατριωτισμός των διαδηλούται από τας τρεις γενεάς του οίκου Σίνα, τα μέλη του οποίου, αν και ετιμήθησαν με τον τίτλον του βαρώνου εις την βιέννην, δεν έπαυσαν να έχουν εστραμμένους τους οφθαλμούς των εις τας Αθήνας, όπου ίδρυσαν το Αστερο σκοπείον, και το ανώτατον πνευματικόν ίδρυμα της χώρας, την Ακαδημίαν των Αθηνών». Στην εποφθαλμιούσα την Ελλάδα, Ρουμανία υπουργός εξωτερικών είναι ο Αρμάνος-Βλάχος, Α. Αρσάκης από το χωριό Χωτάτσοβα, κοντά στο Αργυρόκαστρο. Μέγας ευεργέτης του Ελληνισμού. Όμως λίγο χρόνο νωρίτερα, ένας άλλος Βλάχος-Αρμάνος στη Ρουμανία, ο Ευάγ. Ζάπας από το Λάμποβο της Β. Ηπείρου, μέγας ευεργέτης και αγωνιστής του 1821, κάνει την πρώτη δωρεά στην Ελλάδα, για την ίδρυση και οργάνωση «Ολυμπίων εκθέσεων». Απώτερος στόχος η αναβίωση των αρχαίων Ολυμπιάδων. Ο εξάδελφός του Κωνσταντίνος εκτέλεσε τη διαθήκη. Ύψωσε το Ζάππειο Μέγαρο. Ευεργέτησε την Ελλάδα και τον απανταχού Ελληνισμό. Οι δε δίγλωσσοι Αρμάνοι-Βλάχοι ως αρειμάνιοι, σκληροτράχηλοι πολεμιστές Διακρίθηκαν σε όλους τους αγώνες του έθνους. Διέπρεψαν στις τέχνες και τα γράμματα. Ξεχώρισαν ως οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες, δρέψαντες τιμές και πλούτη και αξιόλογες διακρίσεις στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Στον κύκλο τους αναγκαστικά θα αναζητηθούν και θα ευρεθούν οι μεγαλύτεροι ευεργέτες του Ελληνικού έθνους. Έχουν ως μητρική γλώσσα την Ελληνική, και ως δεύτερη το λατινόφωνο Βαλκανικό ιδίωμα, απόκτημα του στρατώνα για τους καταταγέντες στην Πέμπτη Ρωμαϊκή Λεγεώνα των Δυτικομακεδόνων για τους λοιπούς κατάλοιπο της μακρό χρονης Ρωμαϊκής κατακτήσεως. Δεν είναι Κουτσόβλαχοι· χαρακτηριστική η εκτοξευόμενη προσφώνηση, έμφορτη εμπαθείας και κακότητας. Ο αφανής υπολανθάνων συνειρμός αμφισβητεί και μειώνει την ψυχοσωματική ακεραιότητα του Αρμάνου- Βλάχου. Και προπαντός δεν είναι Ρουμανόβλαχοι. Η συμπαθής Παρευξείνια χώρα κατοικουμένη το πάλαι ποτέ από Γέτες και Δάκες, δεν διέθετε ως σημεία αναφοράς, εθνικό όνομα και ενιαία γλώσσα. Ως εθνικό της όνομα αυτοβούλως επέλεξε το «ROMANIA. Αυτό γεννήθηκε από το « c i v i ς Ro m a n u s = Ρωμαίος πολίτης». Ως γλώσσα όμως επέλεξε εκείνη του στρατώνα των λεγεωναρίων. Αυτή ήταν το λατινόφωνο βαλκανικό μόρφωμα - γλώσσα και της Πέμπτης Ρωμαϊκής Λεγεώνος, δεύτερης όμως, κοντά στη μητρική γλώσσα. Τη γλώσσα του Έθνους των Ελλήνων.
ΓΡΙΒΑΣ ΑΡΓΥΡΟΣ ΒΟΚΑΤΟΣ
23/11/2009

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

100 Κισσαμίτες (Κρήτες) στον Μακεδονικό Αγώνα.

ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΙΑΤΡΟΣ - ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ
Ο Μιχαήλ Αναστασάκης γεννήθηκε το 1871 στη Σπηλιά Κισάμου Χανίων. Γόνος επαναστατικής οικογένειας, όπως ήταν, δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από το οικογενειακό, αλλά και ευρύτερο επαναστατικό κλίμα της εποχής.
Από μικρός έδειξε τις αρετές του και τις ανησυχίες του, τον προβληματισμό του και τη δύ­ναμη της σκέψης του.
Πηγαίνει στα Χανιά, στο σπίτι του τότε Ρώσου Προξένου, όπου προστατεύεται, αλλά συγχρόνως πηγαίνει και στο Γυμνάσιο.
Μεγαλώνοντας στο σπίτι του Ρώσου Προξένου, βλέποντας και ακούγοντας πολλά, κάποια μέρα φεύγει και επιστρέφει στο χωριό του τη Σπηλιά Κισάμου, γιατί θεώρησε ότι αν έμενε στο προξενικό σπίτι κάποια στιγμή θα του ζητούσαν υπηρεσίες αντίθετες στα συμφέροντα της πα­τρίδας του.
Ο πατέρας του, Καπετάν Μακρονικολής, περιέπεσε σε μελαγχολία γιατί ο κίνδυνος για τη ζωή του γιου του ήταν εμφανής και από τους Γενίτσαρους και από τους Μουτήδες - συνεργάτες των Τούρκων
Ο Μιχαήλ Αναστασάκης, έφηβος πλέον, φεύγει για την Αθήνα όπου συναντά γνωστούς της οικογένειας του, εξόριστους πρόσφυγες των Κρητικών Επαναστάσεων.
Στην Αθήνα φοιτά και τελειώνει το Γυμνάσιο. Εγγράφεται στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστη­μίου, όπου καταξιώνεται με την απόκτηση του πτυχίου της Ιατρικής Σχολής.
Ασκεί το επάγγελμα του Ιατρού κατά τον όρκον του Ιπποκράτη. Στην Αθήνα σαν φοιτητής οργανώνεται και δραστηριοποιείται σε όλες τις οργανώσεις εκείνες που έχουν σκοπό την απελευθέ­ρωση της Κρήτης.
Γνωρίζεται με όλους τους εξόριστους αρχηγούς, οπλαρχηγούς και άλλους παράγοντες πολιτι­κούς και στρατιωτικούς των Κρητικών Επαναστάσεων, όπως Σκαλίδη, Χατζημιχάλη, Μυλωνογιάννη, Παρθένιο Περίδη, Νικολούδη, Καρτσώνη, Παρθένιο Κελαϊδή, κ.α.
Στην Αθήνα ζει, αλλά αισθάνεται ότι πρέπει να είναι στην Κρήτη.
Μαζεύει χρήματα, όπλα, εφόδια και ο,τιδήποτε που μπορεί να βοηθήσει τον επαναστατημένο Νομό Χανίων την-Κρήτη.
Το 1896 κατεβαίνει στο νησί μαζί με άλλους εθελοντές φοιτητές και παίρνει μέρος σε όλες τις μεγάλες μάχες του 1896-97 του Νομού Χανίων. Γαλατά, Σταλού, Βουβών, Δρομονέρου, Καντάνου, Καστελλιού κ,λ.π. Το Γενικό Αρχηγείο Κισάμου του απονέμει τον τίτλο του Υπαρχηγού του Ανατολικού Τμήματος Κισσάμου της επανάστασης του 1896-97.
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας ο Μιχ. Αναστασάκης είναι μια σεβαστή ακτινοβολούσα προσωπικότητα του Νομού Χανίων και όχι μόνον.
Το 1912 συγκροτεί σώμα εθελοντών, από 105 Κισσαμίτες, και κατευθύνεται με την καθοδή­γηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, προς τη Δυτική Μακεδονία.
Για τη Μάχη της Σιάτιστας, 4 Νοεμβρίου 1912, συνεργάζονται όλοι οι παρόντες εθελο­ντές και άλλων ταγμάτων, όπως του Λεωνίδα Παπαμαλέκου από τον Αποκόρωνα, με τον Τα­χτικό Στρατό και τους ντόπιους Σιατιστινούς.
Ο Μιχαήλ Αναστασάκης πρωταγωνιστεί.
Ο Μιχαήλ Αναστασάκης τραυματίζεται βαριά, αλλά η Σιάτιστα απελευθερώνεται.
Ο Αρχηγός Αναστασάκης εμπνέει τους συντρόφους του, οι οποίοι στη συνέχεια της Σιάτιστας συμβάλλουν και στην απελευθέρωση των Γρεβενών όπως και της Χίου το Δεκέμβριο του 1912.
Στην ειρηνική περίοδο ο Μιχαήλ Αναοτασάκης διακρίνεται για την ξεχωριστή του δραστηριότητα.

Αναμιγνύεται στα Δημοτικά και εκλέγεται Δήμαρχος Κολυμβαρίου. Αναμιγνύεται στα πολι­τικά και εκλέγεται βουλευτής Χανίων στο πλευρό του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Αναμιγνύεται στα αγροτικά συνδικαλιστικά και αναδεικνύεται πρόεδρος της Ένωσης Γε­ωργικών Συνεταιρισμών Κολυμβαρίου, με πρωτοποριακές ιδέες και οράματα.
Στα χρόνια της Μεταξικής δικτατορίας πρωτοστατεί σε συλλαλητήρια για αγροτικά θέματα.
Είναι αθλητής με διακρίσεις σε ρίψεις, δρόμους και κολύμβηση.
Κατά τη Μάχη της Κρήτης βρίσκεται στην κόλαση του Μάλεμε - Ταυρωνίτη την πρώτη μέρα. Η δεύτερη μέρα της Μάχης τον βρίσκει οργανωτή αντιστασιακών ομάδων κατά των Γερμανών.
Ο Μιχ. Αναστασάκης αρθρογραφεί και συγγράφει: Αι αξίαι της Κισάμου, Ιστορία της Κισάμου επί Τουρκοκρατίας και το Ημερολόγιο της Γερμανικής κατοχής, ανέκδοτο ακόμη.
Πέθανε στη γενέτειρα του Σπηλιά Κισσάμου το 1967 σε ηλικία 96 ετών. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη και με όλες τις προσήκουσες τιμές.
Η μνήμη του παραμένει ζωντανή και η προσφορά του τιμάται κάθε χρόνο στη Σιάτιστα, 4 Νοεμβρίου, όπου υπάρχει η προτομή του, προσφορά του Συλλόγου μας.
Αναμφισβήτητα ο Μιχ. Αναστασάκης υπήρξε μιά, ξεχωριστη φυσιογνωμία της Επαρχίας Κισάμου Χανίων.
Ιούνιος 2004
Λουπασάκης Ελευθέριος - Πρόεδρος Κισαμιτών Αττικής.




4 NOΕMBPIOY 1912

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΖΗΣΕΝ

Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ ΚΙΣΣΑΜΙΤΩΝ

MIX. ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ
Συγκρότησις του Σώματος

Ευθύς ως επληρορορήθημεν εν Κρήτη ότι εκηρύχθη ο Βαλκα­νικός πόλεμος και ότι ο Ελλην. Στρατός διαβάς την Μελούναν, ορεινόν και ισχυρόν σύνορον μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, προε­λαύνει εντός της εχθρικής χώρας, κατελήφθημεν υπό πολεμικού οργασμού και πόθου να μεταβώμεν, και οι μη στρατευθέντες υπό της Κρητ. Πολιτείας, εις το πολεμικόν μέτωπον και αγωνισθώμεν υπέρ της απελευθερώσεως και των λοιπών υποδούλων εν Μακεδονία και Ηπείρω Προς τούτο εις όλας σχεδόν τας επαρχίας κστήρτιζον το Σώματα υπό αρχηγούς και οπλαρχηγούς εξ ανδρών τολμηρών και επίλεκτων κατά το Κρητικόν σύστημα.
Και οι Κισσαμίται εκ των πρώτων οργανώσαντες εθελοντικά ένοπλα σώματα έσπευσαν εις τα πεδία των μαχών. Οι Εμμαν. Θεο­δωρίδης και Ξμμ. Καμπούρης με ίδιον σώμα, οι Ξμμ. Μπαλαντίνος και Νικολ. Μαλανδράκης ωσαύτως, και Μιχ. Ν. Αναστασάκης ως αρχηγός απέρχονται εις Αθήνας. Και οι μεν 4 πρώτοι παραλαβόντες οπλισμόν εκ της πρωτευούσης έσπευσαν εις το Ηπειρωτικόν Μέτω­πον. Ο δε Αναστασάκης Αρχηγός, καταρτίσας σώμα εκ Κισσαμιτών εκατό ανδρών και υπό τους Οπλαρχηγούς δεδοκιμασμένους και γνωστούς εκ των επαναστάσεων 1896-97 εν Κρήτη Νικ. Κνιθάκην, Γεώργ. Χριστοδουλάκην, Αντ. Πιτσιγαιδάκην, Μιχ. Φαρδαμήν, Κωνστ. Κοτσιφάκην, Κων. Κουβαρίτην, Ιωάν. Κουριδάκην, Εμμ. Αναστασάκην, Χαρ. Ραϊσάκην (Γραμματεύς) και Κωνστ. Μανουσάκην ορκισθείς μετά των ανδρών του, απήλθεν Σιδηροδρομικώς εξ Αθηνών με σημαιοφόρον του τον ευσταλή και ως λίαν ωκύποδα Κωνστ. Ροσμαρήν εις Μακεδονίαν.

Παρουσίασις του Αρχηγού εις τον Πρωθυπουργόν Ελ. Βενιζέλον
Επισκεφθείς τον Πρωθυπουργόν Ελ. Βενιζέλον, ούτινος εν Κρήτη υπήρξα εις τρείς περιόδους Βουλευτής, όπως και οι ανω­τέρω αναφερθέντες αρχηγοί, προ της αναχωρήσεως μας, εις το Υ­πουργείον, του εξέφρασα και εκ μέρους των συνεπατριωτών μου τα εγκάρδιά μας συγχαρητήρια και χαράν, διότι κυβερνώντος αυτού, ο Ελλην. Στρατός βαδίζει νικηφόρος απελευθερώνων αδελφούς μας υποδούλους !
-Με ερωτά:
-Πόσοι Κισσαμίται ήλθατε;
-Περί τους 300, λέγω, ως εθελονταί, πλήν των εν τη πολιτοφυλακή, και υπό αρχηγούς τους Βουλευτάς σας εν Κρήτη.
-Σεις, θα μεταβήτε εις Μακεδονίαν, καθώς και άλλα σώματα εξ άλλων επαρχιών, προς προστασίαν των απελευθερωθεισών πόλεων Κοζάνης και Σιατίστης, ένθα δρα επικινδύνως ο επί­φοβος και υπολογίσιμος Μπεκήρ Αγάς, Τούρκος Αξιωματικός με ανεξαρτήτους Τουκ. Δυνάμεις. Εκ του μαθητικού μου βίου εδιδάχθην ότι αι δύο ανωτέρω πόλεις, απετέλουν τους εθνι­κούς Ελληνικούς αδάμαντας της Μακεδονίας και εν αυταίς σφύζει και δρα από το 1821 ο Ελληνισμός. Επιθυμώ και α­παιτώ από σας τους Κρήτας να δείξετε όλον τον ηρωϊσμόν σας και ανδρείαν προς ενίσχυσιν και άμυναν των πόλεων αυ­τών, εκ των επικειμένων απειλών και επιθέσεων των υπό τον Μπεκήρ Τούρκων.
-Να είσθε βέβαιος κ. Πρόεδρε η παραγγελία Σας θα γίνη (εκτελεσθή) και αι πόλεις θα σωθούν, και το καθήκον μας το υψηλόν μετά του Ξλλην. Στρατού και εντοπίων επαναστατών θα κάμωμεν. Κύριε Πρόεδρε Σας παρακαλούμεν όπως μας δοθώσιν όπλα Μάλιχερ, και όχι γκράδες δια να είμεθα με τελειότερον οπλισμόν.
-Αν και δεν διαθέτομεν αρκετά , εν τούτοις θα σας δοθώσιν ως επιθυμείτε. Εδόθησαν ήδη τοιαύτα και εις τους δια την Ήπειρον αναχωρήσαντας. Είμαι υπερήφανος και πλήρης χαράς δια τας νίκας του Στρατού μας, επί πλέον δε, δια την γεν­ναιότητα των ανδρών της Κρητ. Πολιτοφυλακής. Τα Σέρβια, αι σιδηραί πύλαι, κατελήφθησαν και αι Δυνάμεις μας βαδίζουν ήδη προς Μοναστήριον και δια Τοψίν εις Θεσσαλονίκην.

Αναχώρησις δια το Μέτωπο. Σιδηροδρομικώς μέχρι Λαρίσης
Δια του Σιδηροδρόμου Αθηνών - Λαρίσης απελθόντες συντεταγ­μένοι, εφθάσαμεν εις Λάρισαν, καταυλισθέντες εις τους εκεί στρα­τώνας, όπου μετ' ολίγον έφθασαν και τα σώματα Γεωργ. Παπαδοπέτρου και I. Φιωτάκη και την επομένην 26ην 8βρίου του Τζωρτζάκη εξ Αλικιανού και Ταβλά εκ Κριτσάς. Βροχή συνεχής μας εκράτησεν εντός του Στρατώνος, η λάσπη δε και πηλός ημπόδιζον πάσαν συγκοινωνίαν. Εισελθόντες εις την πόλιν αργότερον ετύχομεν λαμπράς υποδοχής υπό των κατοίκων ως και περιποιήσεων.
Την 26ην επισκεφθείς εις το Τηλεγραφείον τον Προϊστάμενον, κρήτα υπάλληλον παλαιόν συμμαθητήν μου εκ Λουσσακιών Κισσάμου και φίλον, μου μετέδωσε την χαρμόσυνον ειδησιν: "τηλε­γράφημα, επέρασεν δι' Αθήνας αναφέρον ότι η Θεσσαλονίκη κα­τελήφθη". Αφού τον κατησπάσθην εκ χαράς, έσπευσα χαρούμενος εις την Πλατείαν Λαρίσης και έξωθεν ενός καφενείου, ευρών αρκετούς αξιωματικούς και ηγέτας των Κρητών, τους α­νήγγειλα με δάκρυα εις τους οφθαλμούς την είδησιν της καταλήψεως της Θεσσαλονίκης. Ο εκδηλωθείς ενθουσιασμός η χαρά και συγκίνησις ήτο τόσο μεγάλη και συγκινητική ώστε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς κατησπάζοντο αλλήλους πάντες. Ζητωκραυγαί δε και ιαχαί εκάλυψαν την πλατείαν και τα πέριξ. Οι Κρήτες εις εκδήλωσιν της χαράς των, ήρχισαν να πυροβολούν (ως είθισται παρ' αυτοίς) και οι κάτοικοι της πόλεως ακούσαντες αιφνιδίως τους πυροβολισμούς, ετρομοκρατήθησαν, φοβηθέντες συμπλοκήν αίφνιδίαν ή και αορίστους άλλους φόβους, οίτινες και διελύθησαν εντός ολίγου μετά τας βεβαιώσεις των περί αλώσεως της Θεσσα­λονίκης, μεταβληθέντες εις γενικήν και πάνδημον χαράν.
Εγώ μετά των Γ. Παπαδοπέτρου, Φιωτάκη, Κνιθάκη και Ταβ­λά μεταβάντες εις την Επισκοπήν όπου έύρομεν και τον κ. Νομάρχην και άλλους εξέχοντας Λαρισαίους, παρελάβομεν τον Ιεράρχην και από κοινού μεταβόντες εις την Μητρόπολιν ετελέσαμεν εν συρ­ροή απείρου πλήθους, πολιτών και στρατιωτικών ως και των Κρητών, Δοξολογίαν επί τω μεγάλω γεγονότι. Μετά προσφώνησιν κατάλληλον του Επισκόπου, εγώ και ο Γ. Παπαδόπετρος εξήραμεν δια λόγων μας τα της αλώσεως από Εθνικής μεγίστης σημασίας.

Συγκέντρωσις εις Ελασσόνα
Την επομένην 27ην Οκτωβρίου αι άνδρες των Σωμάτων Αναστασάκη, Παπαδοπέτρου, Φιωτάκη, Τζωρτζάκη και Ταβλά, καθώς και ο λόχος των Κρητών Διδασκάλων, εκκινήσαντες εκ Λαρίσης και διελθόντες δια του Τυρνάβσυ και της οροσειράς των Παλαιών μας συ­νόρων Μελούνας κατήλθομεν εις την πεδιάδα προς Ελασσόνα, υπο ραγδαιοτάτην βροχήν, όπου και εφθάσαμεν, νύκτωρ, κάθυγροι και λασπωμένοι κατόπιν επταώρου πορείας. Η πόλις είναι μικρά έχου­σα τέμενος Τουρκικόν ως και σχολείον, τότε, Οθωμανικόν με τον Μιναρέ. Ο Ελλην. Στρατός είχε καταλάβει από των πρώτων ημερών του πολέμου την πόλιν κατόπιν κυκλοτερούς επιθέσεως μέσω ορέων και, απωλειών μας. Κατά την κατάληψίν της οι Τούρκοι αντεστάθησαν σθεναρώς. Πτώματα εκ Νιζάμηδων, κεκαλυμμένα υπό των αχυρένιων στρωμάτων των ησαν έτι εντός του τεμένους, ένθα ,ότε ο στρατός επολαόρκει την Ελασσόνα, ο Χότζας, ανελθών επί του Μιναρέ εκ του εξώστου του επυροβόλει και παρ'ολίγον να εφονεύετο ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος. Την επομένην, ο Συνταγματάρχης Γεννάδης από τινός εξώστου άνωθεν του πλημμυρούντος ποταμού, ομιλησας προς τους στρατιώτας του και Κρήτας, είπεν ότι ο Στρατός μας εις το Σόροβατς έπαθεν ατύχημα κατόπιν νυχτερινού αιφνιδιασμού των Τούρκων, ότι ηναγκάσθη ν'αποσυρθή, ότι μας πήραν μίαν πυροβολαρχίαν και ότι τώρα βαδίζομεν προς απόκρου­σιν των Τούρκων οι οποίοι αναθαρρήσαντες έγιναν επιθετικοί, απειλούντες Κοζάνην και Σιάτισταν. Σεις γενναίοι Κρήτες, οι οποίοι διεξάγετε κυρίως τον Μακεδονικόν αγώνα από ετών, δείξετε και πάλιν την ανδρείαν σας, αγωνισθείτε με το γνωστό ψυχακόν σθένος σας, μην αφήσετε να προχωρήση ο Μπεκήρ με τας ορδάς του, αλλ' εν συνεργασία με τα στρατεύματα, σώσατε την κστάστασιν, να επανακτήσωμεν την πυροβολαρχίαν μας και τα αλωθέντα εδάφη. Με τον ενθουσιώδη και χειμαρρώδη λόγον του Συνταγμα­τάρχου ρίγη και ακράτητον μένος μας κατέλαβεν πάντας, ζητούντες την ταχυτέραν συνάντησιν και αναμέτρησίν μας με τον εχθρόν.

Δια Σαρανταπόρου και Σερβίων άφιξις εις Κοζάνην
Την 29ην πρωίαν, αναχωρήσαντες εξ Ελασσόνος εφθάσαμεν μετά ωρών πορείαν, είς του Γώγου το Χάνια, προ της Εισόδου του Στενού του Σαρανταπόρου, ένθα ευρίσκοντο υπέρ 15 τηλεβό­λα Τουρκικά εγκαταλειφθέντα υπό του εχθρού, κατά την οπασθοχώρησίν του. Ενταύθα συνηντήσαμεν κτηνοτρόφους από Μπλάτσα, χωρίον μεγάλο Ελληνικώτατον, οδηγούντες χαλιάδας αιγοπροβά­των κατά τας οικογενείας των, οίτοινες μαθόντες ότι είμεθα Κρήτες πολεμισταί, μας προσέφεραν δεκάδας αρνίων.
Εισελθόνες εις το Σαραντάπορον, συνηντήσαμεν τετράτροχα και δίτροχα οδηγούμενα υπό ημετέρων και αιχμαλώτων Τούρκων, μεταφέροντα είδη δεκάωρα του Στρατού. Μετά πορείαν ώρας εφθάσαμεν εις τας Σιδηράς Πύλας και την πόλιν των Σερβίων κατε­στραμμένην και πυρπολημένην υπό των καταδιωκομένων Νιζάμιδων. Ευρόντες εκεί μικράν φρουράν, εκ στρατιωτών ημετέρων, διανυκτερεύσαμεν εν τοις ερειπίοις. Την επομένην αφήσαντες τα Σέρβια επροχωρήσαμεν προς την ιστορικήν και φιλόξενον πόλιν Κο­ζάνην. Καθ' οδόν συνηντήσαμεν ζώα φορτηγά καθώς και τροχοφόρα ιδιωτικά, φέροντα ρουχικά κα γυναικόπαιδα φεύγοντα, εκ φόβου επίκρατήσεως του απαισίου Μπεκήρ Αγά. Τοιαύτα συνηντήσαμεν πολλά, oι δε επιβαίνοντες ήσαν κάπως πανικόβλητοι.
Διελθόντες την γέφυραν του Αλιάκμονος ποταμού, πλημμυρίσμένου εκ των διαρκών βροχών, εφθάσαμεν νύκτωρ εις την Κοζάνην της οποίας oι κάτοικοι μας υπεδέχθησαν με εκδηλώσεις μεγάλης εκτιμήσεως, χαράς και ευχαριστήσεως. Oι οπλίταις Κρήτες θα ανειρχόμεθα εις πλείονας των 300. Oι κάτοικοι, Δήμαρχος και Πρόκριτοι , γνωρίζοντες την προσέγγισίν μας, είχον εύρει κατάλ­ληλα οικήματα ένθα oι άνδρες μας κάθυγροι και κουρασμένοι, εύρον θέρμανσίν, τροφάς και εγκάρδιον περιποίησιν. Oι αρχηγοί! και Σωματάρχαι έτυχαν εις ιδιαιτέρας οικίας εξαιρετικής περι­ποιήσεως. Εγώ, οί οπλίται. μου, καθώς και όλοι oι Κρήτες ουδέ­ποτε θα λησμονήσωμεν την φιλοξενίαν και περιποίησίν αυτήν. Διερχόμενος μετ'άλλων ανδρών μου οδόν τινά, είδον προ θύρας μαγαζείου τιvός φρουράν εκ δύο ανδρών και έξωθεν συσσώρευσιν αρ­κετών ανθρώπων. Ερωτήσας περί της φρουράς και συγκεντρώσεως έμαθον ότι γυναικόπαιδα Τούρκων είναι περιωρισμένα και είς Τουρκόπαις εξ'αυτών εψυχορράγει. Εισελθών είδον πράγματι περί τα 80 γυναικόπαιδa εις στενότατον χώρον 15-20 τετpaγωvικώv μέτρων. Επεμβάς ως .εκ της ειδικότητός μου του Ιατρού και αρχηγού, έπεισα τους φρουρούντας ν'ανοίξουν την θύραν προς εισαγωγήν αέρος, διότι και ο ασθενών τουρκόπαις ως και oι λοιποί έγκλειστoι θ'αποθάνωσί εκ του συνωστισμού και ασφυξίας. Μεταβάς εις το φρουραρχείον έπεισα τους αρμοδίους, όπως διανείμωσι τα γυναικόπαιδα εις πλειότερα μέρη, καλώς αεριζόμενα. Δικαιολογούμενοι μου είπον ότι είναι από τα Κονιαροχώρια και oι άνδρες των λαβόντες τα όπλα πολεμούν μετά του Μπεκήρ.

Κατεύθυνσις προς Σιάτισταν. Μάχη παρά τα Καραγιάννια
Μετά διήμερον διαμονήν μας εν Κοζάνη ανεχωρήσαμεν δια Σιάτισταν. Μετά πορείαν μίας ώρας συνηντήσαμεν χωρίον Tουρκικόν έχον Σχολείον και Τέμενος. Oι ημέτεροι επεχείρησαν να εμ-πρήσουν το Σχολείον και Τέμενος, αλλ' ημποδίσθησαν υπό των ηγε­τών των, εξηγούντες εις αυτούς ότι ημείς ήλθομεν και προς απε­λευθέρωσιν και προς διάσωσιν του Ελληνικού πολιτισμού. Πλησίάζοντες προς έτερον Τουρκίκόν χωρίον εύρομεν παραπλεύρως της οδού ένα Χότζαν και 5-6 γέροντας Τούρκους χαιρετίσαντας ημάς με υποκλίσεις και τεμενάδες προσφέροντες άμα ημίν, τυρόν, μυ­ζήθρας, βούτυρον, μπομπότα καί τίνα άλλα παρόμοια. Μετά μίας ώρας πορείαν, αν ενθυμούμαι καλώς, εκ τινός πρός τα δεξιά μας κορυφής και εκ συστάδος δένδρων εις σπόστασίν 300-350 μέτρων ηκούσαμεν αρκετούς πυροβολισμούς και σφαίρας να σφυρίζουν και να πίπτουν πλησίον μας. Αποστείλαντες καμιά πενηνταριά άνδρας μας, επετέθησαν κατά των πυροβολούντων μη όντων πλειόνων των 2 0 0, αντίστάντων όμως μετά πείσματος, και μόνο δια μεγαλυτέρων μας και άλλων δυνάμεων τους απωθήσαμεν και τους κατεδίώξαμεν μακράν, συνάψαντες μετ ' αυτών αληθή μάχην. Οι Τούρκοι, αφήκαν τρείς νε­κρούς και μερικά όπλα και φυσίγγια. Ήσαν αντάρται Kονιάροι εκ των πλησίων Κονιαροχωρίων και είχον τοποθετηθή εκεί υπό του Μπεκήρ Αγά. Ημείς έσχομεν 2 τραυματίας εξ ών ο είς ήτο Σιατισταίος. Τον τραυματίαν αυτόν φέροντα τραύμα του μηρού, εσήκωσεν έτερος επί των ώμων του, προς μεταφοράν είς ασφαλέστερον μέρος. Δυστυχώς σφαίρα εχθρική ευρούσα εις το μέτωπον τον προθυμοποιηθέντα προς άρσίν του τραυματίου τον αφήκεν άπνουν. Αυτό είναι το μοιραίον. Αφού κατά διαστήματα Τσέται Τούρκοι εκ των κορυφών, μας ,ηνόχλουν δια των πυροβολισμών των κατά την πορείαν μας, χωρίς και να ανθίστανται, ποσώς εις τας καταδιώξεις μας, εφθάσαμεν το εσπέρας εις την ιστορικωτάτην και Ελληνικωτάτην Σιάτισταν. Άνδρες, γυναίκες, και παίδες ακόμη, με χαράν ανέκφραστον μας υπεδέχοντο και καλωσώριζον, επί κεφαλής έχον­τες τον Δήμαρχον Μηνάν Θεοδώρου και τον Φαρμακοποιόν Στρακαλήν και άλλους προκρίτους. Μας οδήγησαν, αμέσως, είς καθορισμένα εκ των προτέρων οικήματα κατάλληλα, μας παρέσχον δείπνον επαρκή και θέρμανσίν αρκούσαν, καθώς και τας λοίπάς ημέρας της εκεί διαμονής μας.

Τελεσίγραφον του Μεχμέτ Πασά Απόρριψις τούτου υπό Σιατισταίων
Ο Λοχαγός Γεώργ. Κατεχάκης εκ των πρώτων Μακεδονομάχων, μετά του Παύλου Μελά οργανώσαντες τον Μακεδονικόν αγώνα, μετά φρονήσεως ποοβλέψεως και γενναιότητος, κατά των Κομητατζήδων και Τούρκων , διέσωσαν μετά των λοιπών σπευσάντων εκεί, τον κινδυ νεύσαντα Ελληνισμόν της Μακεδονίας.
Φιλοξενηθείς υπό του τότε Δημάρχου Αειμνήστου Μηνά Θεο­δώρου εν τη οικία του, και παρα μένων μετά του ύστερον Στρατη­γού Κατεχάκη, είμαι εις θέσιν να ομολογήσω τας μεγίστας και ενεκτιμήτους Εθνικός Υπηρεσίας, ας προσέφερον έκαστος εις τον κύκλον της δράσεως του. Ο Μπεκήρ ήτο το φόβητρρν των Σιατισταίων και των άλλων Ελλήνων των περιχώρων, διότι κατορθώσας να επανακτήση τα Γρεβενά, τόπον της καταγωγής του, ητοιμάζετο να επιτεθή και κατά της Σιατίστης. Περί την 10 π.μ. της 3 Νοεμβρίου ο Δήμαρχος, ο Φαρμακοποιός Στρακαλής και άλλοι τι­νές εκ των Προκρίτων, μας ειδοποίησαν τους αρχηγούς των Κρητι­κών Σωμάτων, ως και τον Προϊστάμενον των Εθελοντικών Σωμάτων Μακεδονίας Γεωργ. Κατεχάκην, όπως προσέλθωμεν εις το Φαρμακείον όπου θα μας εγνωστοποίουν σπουδαίον τι και επ'αυτού ν'αποφασίσωμεν.
Προσελθόντες, ο Δήμαρχος μας παρουσίασεν κάποιον Χριστιανόν εξ' άλλου μέρους, όστις είχε φέρει ως αγγελιοφόρος μίαν επιστολήν εις Ξλληνικήν, μάλλον κακογραμμένην, προς τον Δήμαρχον και Προκρίτους υπογεγραμμένην υπό του Μπεκήρ Γιούσμπεση του Τουρκ. Στρατού δι' ής έλεγεν: «εάν μέχρι της 12ης-μεσημβρίας αύριον δεν παράδοσητε την πόλιν και τα όπλα σας, θα επιτεθώ, θα την καταλάβω και θα την καταστρέφω, και όσους διασωθούν θα τους αιχμαλωτίσω». Μετά την ανάγνωσιν της επιστολής, πρώτος ο Κατεχάκης, ομιλήσας, είπεν, ότι «την πόλιν, ο Στρατός και οι Κρήτες θα υπερασπισθώμεν μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μας και δεν θα την παραδώσωμεν. Κατόπιν εγώ και οι Παπαδόπετρος, Φιωτάκης, Τζωρτζάκης και Ταβλάς, εκ συμφώνου, εδηλώσαμεν ότι ημείς ήλθομεν τόσον μακράν, περάσαντες τόσην θάλασσαν και άλην την Παλαιάν Ελλάδα δια να αγωνισθώμεν υπέρ της ελευθερίας των α­δελφών μας. Δηλούμεν επί τω λόγω της τιμής μας, ότι ενούμενοι μετά των αδελφών Σιατισταίων και του Ξλλην. Στρατού θ' αντιταχθώμεν, θα πολεμήσωμεν, όπως και εις την Πατρίδα μας και εί­μεθα βέβαιοι, με την βοήθειαν του Θεού,ότι θα νικήσωμεν τους βαρβάρους και τον φαντασμένον Μπεκήρ και να του απαντήσωμεν ότι δεν την παραδίδομεν την Σιάτισταν και "αν του βαστά ας τολμήση να έλθη να την καταλάβη".
Την ανωτέρω μας απόφασιν, εγνωστοποιήσαμεν και εις τον Συνταγματάρχην Γεννάδη, όστις περιφρονήσας τας προτάσεις του Μπεκήρ τον είχε ειδοποιήσει ότι τον περιμένει να έλθη .
Το τελεσίγραφον καθώς και αι πολλαί απειλαί του Μπεκήρ γενόμεναι γνωσταί, εις τους Σιατισταίους ενόπλους και μή, εις τους Κρήτας εθελοντάς, ως και εις τον ευρισκόμενον Ελλην. Στρατόν εν τη Περιφέρεια Σιατίστης, προυξένησαν όχι φόβον ή λιποψυχίαν εις αυτούς, αλλά τουναντίον οργή, εξέγερσιν εκδικήσεως, επιβολήν αντιποίνων και ολιγοφύχουν ανυπομονούντες πότε να παρέλθη το 24ωρον του τελεσιγράφου δια να του δώσουν μάθημα της ανδρείας και γενναιότητος των υπερασπισθησομένων την Σιάτισταν.

Οι Τούρκοι έρχονται!
Την 12ην ακριβώς της 4ης Νοεμβρίου ενώ εις τους θαλάμους της διαμονής μας, των Κισσαμιτών, διένεμον κρέας με μακαρόνια οι άνθρωποι της περιθάλψεως της Σιατίστης, εισέρχεται αγγελιο­φόρος του Δημάρχου, όστις μας λέγει εν σπουδή, οι Τούρκοι ανεφάνησαν προχωρούντες προς τας γραμμάς μας και απήλθεν προς ειδοποίησιν και άλλων ενόπλων. Χωρίς να θίξωμεν το αχνίζον Φαγητόν και την θερμήν μπομπόταν, αναλαβόντες τα όπλα μας και προηγουμένου του Σημαιοφόρου μας, εξήλθομεν της πόλεως τρέχον­τες προς το μέτωπον. Συγχρόνως" καταφθάνουν και των άλλων Κρη­τικών Αρχηγών οι άνδρες, καθώς και ο Λόχος των Διδασκάλων Κρητών. Ξκεί συνηντήθημεν και μετά του Κατεχάκη Γενικού Αρχηγού όλων των Κρητών και Γ. Καπιτσίνη υπαρχηγού του.

Υπό ομίχλην σκληρός αγών σώμα προς σώμα

Προ ημών ευρίσκετο μια βουνοκορυφή, την οποίαν οι Κρήτες εζητήσαμεν να καταλάβωμεν εν σπουδή, διότι κατά την κρί­σιν μας, όστις των αντιμαχομένων πρώτος καταλάβη την οχυράν αυτήν θέσιν της δεσποζούσης της πόλεως, αυτός κατά πάσαν πι­θανότητα θα είναι ο νικητής. Οι στρατιωτικοί δεν μας έφεραν αντίρρησιν, εναγνωρίσαντες την ορθότητα της σκέψεως μας. Σπεύδομεν προς την κορυφήν ενώ πεζοναύται κρατούντες δυστυχώς, διότι εκπέμπουν καπνούς, γκράδες όπλα και έτι δεξιώτερα ημών τοποθετείται ο ολιγάριθμος στρατός μας μετά πυροβολικού, υπό τον Ν. Κλαδάν, και' έτι περαιτέρω τα Κρητικά Σώματα των Αρχηγών Μαυρογέννη, Κυρ. Μητσοτάκη, Σκουντρή, Βολάνη, Σπυριδογιάννη και άλλων. Οι Τούρκοι συνεχώς προχωρούντες δεν επυροβόλουν, ποοσποιούμενοι τους Χριστιανούς, αλλά φέροντες όχι φέσια εις την κεφαλήν αλλά καλπάκια Χακί, θέτοντες τας χείρας προ των οφθαλ­μών και τα όπλα των πολύ χαμηλά έφθασαν προ ημών περί τα 100 σχεδόν μέτρα (εννοώ των Κρητών όπου τους υπεδέχθησαν τα συνεχή πυρά μας!). 0 Καπιτσίνης ιστάμενος επί τινός εξέχοντος βράχου αρχικώς εφώναξε "μην πυροβολήτε Κρητικοί, είναι αυτοί Χριστια­νοί" εξαπατηθείς στιγμιαίως. Ημείς βέβαιοι όντες περί της εισελεύσεως Τούρκων εφωνάξαμεν "Κρητικοί παίξετε (πυροβολείτε) "μη πιστεύετε, θέλουν να μας γελάσουν οι Τούρκοι" όμως εσκόπευον και επυροβόλουν συνεχώς. Ο Μακ. Καπιτσίνης πάραυτα αντιλη­φθείς την απάτην επυροβόλει διαρκώς είτα εν οργή τους προ αυ­τού ευρισκομένους ήδη Νιζάμιδες, δια του ρεβόλβερ του λίαν επι­τυχώς. Αυτήν την στιγμήν 2-3 μ. μ. βροχή λεπτή και πυκνή ομίχλη εκάλυψαν όλην την κορυφήν και τους μαχόμενους. Ρεύμα αέρος με­τά πάροδον ολίγων λεπτών διαλύσαν την ομίχλην, ανεφάνη το τραγικώτερον θέαμα όπου ημπορεί σπανιώτατα να λάβη χώραν εν τοις πολέμοις ημών. Τούρκοι, Κρήτες πολεμισταί, πεζοναύται και στρατιώται μας ευρίσκονται αναμίξ συμπεπλεγμένοι και αλληλοφονευόμενοι δια λογχών, Κρητικών πασσαλίδων (μαχαιρών) υποκόπανων, έτι και δια πυροβολισμών. Ο Καπιτσίνης έμπροσθέν μου λαβών σφαίραν εις το μέτωπόν του έπεσεν άπνους, ο Λεωνίδας Παπμαλέκος, Οπλαρ­χηγός Αποκορωνιωτών, φονεύεται εκεί. Ο ανεψιός τού Κ· Παπαδοπέτρου ωσαύτως καθώς και ο υιός του αρχηγού των Σεληνιωτών Φιωτάκη. Σωρός πτωμάτων εις αρκετήν έκτασιν Τούρκων και ημετέρων φαίνονται ανάμικτα. Καθ'ήν στιγμήν ο Στρατιώτης μου Αθαν. Λαδοβράκης λογχίζεται και εγώ πυροβολώ τον φονέα του Τούρκον, λαμ­βάνω και εγώ τραύμα επιπεπλεγμένον εις τον δεξιόν μηρόν και ήδη και οι τρείς κείμεθα κατά γής. Η μάχη συνεχίζεται, μέχρι της επελεύσεως της νυκτός. 5-30 μ.μ. Το πυροβολικόν του Συνταγμ. Γεννάδη εσίγησε πολύ ταχέως και από της 2 μ. μ. ώρας, το Τουρκικόν, και ο Στρατός καίτοι ολιγαριθμότερος των Τούρκων, απέκρουσε γενναιότατα μαχόμενος την επίθεσιν των εχθρών εκ των δεξιών, εν συνεργασία μετά των ευρισκομένων εκεί Κρητικών Σωμάτων ανδρείως μαχόμενων και αναλαβόντων είτα επίθεσιν και καταδίωξιν προς Β. Ο Τουρκικός στρατός δεν ωδηγείτο μόνον υπό του Μπεκήρ αλλά και υπό τινός Πασσά, του νικητού του Ματθαιοπούλου εις Σόροβιτς, ανερχόμενος εις πλείονας των 5-6 χιλιάδων.Οι Τούρκοι αποκρουσθέντες καθ'όλον το μέτωπον μετά πολ­λών απωλειών, πλειοτέρων των 800-1000, και εγκαταλείψαντες πτώ­ματα, πυροβόλα, όπλα και πυρομαχικά επί του πεδίου της μάχης και εις άλλα σημεία κατά την κατόπιν καταδίωξιν των, απεσύρθησσν βο­ρειότατα, μη εμφανισθέντες πλέον παρά εις Φλώριναν και Κορυτσάν πόλεις, τας οποίας ο νικηφόρος Στρατός μας κατέλαβεν έπειτα.

Απώλειαι περιποίησις τραυματιών και ταρή νεκρών
Αι απώλειαι των Κρητών εθελοντών και διδασκάλων ανήλθον εις πλείονας των 75 εις νεκρούς, πλην των τραυματιών. Το σύνο­λον δε των απωλειών των ημετέρων θα υπερέβη τους 350. Άπαντες οι συμμετασχόντες εις την μάχην έδειξαν ανδρείαν και γενναιότητα αξιόλογον. Οι Σιατισταίοι πολεμισταί ως και άλ­λοι Μακεδόνες ετίμησαν την ιστορίαν και όνομα των, δείξαντες τόλμην, αυταπάρνησιν, μαχητικότητα και εθελοθυσίαν δια τας εστίας και την πόλιν των αξίαν παντός επαίνου, και αι πολλαί απώλειαί των υπήρξαν σωτήριαι. Α.ι απώλειαι των Κισσαμιτών-Σώματός μου εις Φονευμένους και τραυματίας υπερέβησαν τους 10. Εγώ ευρισκόμενος, βαρέως τραυματισμένος, μεταξύ πτωμάτων Τούρκων και ημετέρων και ενώ εξηκολούθει έτι η μάχη και έπιπτον αι σφαίραι, ο αδελφός μου, Εμμ. Αναστασακης, αφού με έσυρεν εις τινα απόστασιν με κίνδυνόν του μέγαν, ο οπλίτης μου Ιωάννης Κουριδάκης εκ Μούλετε Κισσάμου ελθών με εσήκωσε εις·την πλάτην του και με μετέφερεν έξω των βαλλομένων μερών, οπότε με παρέλαβον τραυματιο­φορείς και δ ι ' αυτοκινήτου μετεφέρθην, μετά πολλών άλλων τραυμα­τιών, εις το Γυμνάσιον Σιατίστης, πλήρες εκ τραυματιών, ένθα μας παρέσχον τας πρώτας επιδέσεις. Ενθυμούμαι τον άξιον, λαμπρόν επιστήμονα και έξοχον Πατριώτην Ιατρόν Σκεύον Ζερβόν εκ Δωδεκανήσου, όστις (εθελοντής ιατρός) μετ'άλλων Στρ. Ιατρών μας περιεποιούντο. Ενθυμούμαι ότι παραπλεύρως μου τρείς τραυματίαι δια λογχών εις την κοιλίαν, ψυχορραγούντες εκ τραυματικής περιτονίτιδος, εν μέσω φοβερών πόνων και οιμογών εξέπνευσαν.
Δύο και τρία και πλέον πτώματα φονευθέντων ενεταφιάζοντο ομού εις τα μνημεία της Εκκλησίας Αγ. Γεωργίου Σιατίστης ελλείψει χώρου. Εάν δεν ήτο ο Ματθαιόπουλος εις Σόροβιτς η αριστερά μας φάλαγξ θα κατελάμβανε και τα Μοναστήριον και Γευγελή ίσως να ήσαν σήμερον Ελληνικά. Εάν η Σιάτιστα έπιπτεν, ίσως τα όρια του Ελληνικού κράτους να ευρίσκοντο νοτιώτερον της Φλωρίνης.

Συμμετοχή εθελοντών εις Γρεβενά και Χίον

Την 5 Νοεμβρίου Σιατισταίοι και Κρήτες εθελονταί, εν οίς και 25 Κισσαμίται επιτεθέντες ελευθέρωσαν τα Γρεβενά.
Η Χίος δεν είχε πέσει ακόμη, και αρκετοί Τούρκοι επολιορκούντο εις το φρούριόν της. Μεταξύ των σταλεισών νέων στρατ. ενισχύσεων εστάλησαν και 150 Κρήτες, μεταξύ των οποίων και 25 Κισσαμίται (εκ του Σώματός μου) υπό τους οπλαρχηγούς Γ. Χριστοδουλάκην, Κοτσιφάκην και Κουριδάκην.
Οι συνεπαρχιώται μου, αγωνισθέντες και μή εις την ανω­τέρω μάχην ως και οι λοιποί Κρήτες, ευχαριστούμεν θερμότατα τους Σιατισταίους διότι μας ενθυμούνται , τελούν μνημόσυνα δια τους νεκρούς μας, και δοξολογούν τον ύψιστον δια την απελευθέρωσιν της Χώρας του Μεγ. Αλεξάνδρου.
Εκ του οικήματος του Γυμνασίου μετεκομίσθην εις την οικίαν του τότε Δημάρχου Σιατίστης Μηνά Θεοδώρου, όπου έμενε και ο Συν/ρχης Γεωργ. Κατεχάκης είς εκ των Αρχηγών του Μακεδονικού αγώνος. Εκείθεν, την επομένην 5ην Νοεμβρίου, διεκομίσθην μετ'άλλων τραυματιών εις το Νοσοκομείον Λαρίσης, αφού παρέμεινα επί διήμερον εις το στρατ. Νοσοκομείον Κοζάνης. Εκ Λαρίσης μετεφέρθην εις Αθήνας, μετά διήμερον, εις το Νοσοκομείον Αρεταίειον ένθα ενοσηλεύθην υπό του μακαρίτου χειρουργού Καλλιοντζή, καλού ιατρού αλλά κωφού. Τας ημέρας της αποθεραπείας μου ήλθαν πλείστοι συμπατριώται μου εξ Αθηνών - Πειραιώς και άλλοι γνωστοί μου προς επίσκεψίν μου.
Την τρίτην ημέραν της μεταφοράς μου εκεί μ'επεσκέφθη και ο τότε πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος μετά του Γάλλου Αρχιάτρου, οργανωτού. Εις το Νοσοκομείον έμεινα υπέρ τας 50 ημέρας απ' όπου εξήλθον με δεκανίκια βακτηρίας. Είς θείος μου Γ. Φρυδάκης, ήρχετο συχνότατα. Με επεριποιήθη δε εις την οικίαν του κατόπιν, μετά την έξοδόν μου.
Ο δεξιός μου πούς, ο τραυματισμένος, ως εκ της ακινησίας, έπαθεν αγκύλωσιν του γόνατος και εξ ημέρας προ της εξόδου μου, ο ιατρός Καλλιοντζής ελθών, ενώ μου ωμίλει μου έκαμεν έκτασιν του ποδός όστις έτριξεν ως εκ της διαρρήξεως των συμφύσεων της αρθρώσεως. Οι πόνοι μου λόγω της αιφνίδιας εκτάσεως ήσαν υπερβολικοί, στιγμιαίοι, αλλ' επιστημονικώς έπρεπε να γίνη η έκτασις.
Ενώ ενοσηλευόμην, έτι, εμάθομεν τας δύο νικηφόρους Ναυμαχίας μας των Δαρδανελλίων και του Ελλησπόντου. Ζητωκραυγαί και επιφωνήματα χαράς ηκούσθησαν εξ' όλων των τραυματιών.
Τέλη Ιανουαρίου (1913) κατήλθον εις Κρήτην κρατών τας βακτηρίας επί τρίμηνον, συνεχίζων και το massage. Μετά τινά χρόνον επανέλαβον το ιατρικόν μου έργον.

Μ.Ν. ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Απελευθέρωση της Σιάτιστας

Συνήλθαμε σήμερα να πανηγυρίσουμε την απελευθέρωση της Σιάτιστας την 4ην Νοεμβρίου 1912. Λίγες μέρες νωρίτερα τα Ελληνικά στρατεύματα εξορ μούν για να ανατρέψουν τα Οθωμανικά δεσμά τεσσάρων αιώνων στη χώρα του Μεγαλέξανδρου. Φέρνουν τη λευτεριά στα αλύτρωτα αδέλφια. Οι δάφνες των θυσιών του Έθνους δεν μαράθηκαν. Σ’ αυτές προστίθενται κι άλλες. Η μητέρα Ελλάδα μετέχει των Βαλκανικών Πολέμων όπου και διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Βαλκανικοί Πόλεμοι είναι οι πόλεμοι που έγιναν το 1912-13, αρχικά από τα σύμμαχα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο, εναντίον της Τουρκίας για την απελευθέρωση των υπόδου λων ακόμη ομοεθνών τους (Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος)
και στη συνέχεια από την Ελλάδα και τη Σερβία έναντίον της Βουλγαρίας εξαιτίας των επι θετικών ενεργειών της τελευταίας, αποτέλεσμα των εδαφικών διεκδικήσεων της, σε βάρος των πρώην Συμμάχων της (Δεύτερος Βαλκανικός).
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, που αναμφισβήτητα αποτελούν ιστορικό ορόσημο της νεότερης ιστορίας μας και μία από τις μεγαλύτερες εξάρσεις της Φυλής. Η οργανωμένη πολιτεία οφείλει να μεταφέρει στις σημερινές και μελλοντικές γενεές, τον εθνικό παλμό εκείνης της εποχής, όπου όλοι οι Έλληνες αδελφωμένοι σε εθνική πανστρατιά και με ομο­ψυχία ζηλευτή, αποδύθηκαν σε έναν τιτάνιο αγώνα και επιτέλεσαν θαύματα.
Η Ελλάδα, που διέθετε έναν πλήρως αναδιοργανωμένο, άρτια εξοπλισμένο και καλώς εκπαιδευμένο Στρατό, εισήλθε στον πόλεμο κατά της Τουρκίας, στο πλευρό των λοιπών Βαλκανικών Συμμάχων, αποφασισμένη να ελευθερώσει τα εδάφη της που βρίσκονταν ακόμη υπό τουρκικό ζυγό, αλλά και να απο πλύνει την ήττα του ατυχούς πολέμου του 1897. Πράγματι, ο Ελληνικός Στρατός, κάτω από την άξια πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Χώρας, άρρηκτα ενωμένος με το Λαό, ανέλαβε τη μεγάλη αυτή εξόρμηση και έγραψε ηρωϊκές σελίδες στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου, προκαλώντας το θαυμασμό των Συμμάχων του, αλλά και το δέος των αντιπάλων του.
Στην τιτάνια αυτή προσπάθειά του, ο Ελληνικός Στρατός είχε την ένθερμη συμπαράσταση και ενεργή συμμετοχή, όχι μόνο των σκλαβωμένων ακόμη αδελ φών μας, αλλά και πολλών φιλελλήνων του Εξωτερικού και Κρητών εθε λοντών, που κατά χιλιάδες ενίσχυσαν τον αγώνα και συνέβαλαν στη μεγάλη νίκη.
Παρόντες σ΄αυτόν και οι Μανιάτες. Αυτοί οι ανυποχώρητοι, σκηροτράχηλοι πολεμιστές. Η αναρτημένη στα ταμπούρια τους σημαία, σημαία της Απόρθητης Μάνης, στοχοποιούσε τη βούλησή τους: Νίκη ή θάνατος∙ από την 17ην Μαρτίου 1821. Η Αδούλωτη Μάνη, η Ελευθερώτρα και Σώτειρα Δύναμη. Ανάγκασε τον νικημένο Μπραήμη, ντροπιασμένο να κλειστή στην Καστροζωμένη Τρίπολη, και έσωσε την επανάσταση του 1821 στην Πελοπόνησσο.
Οι επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Μακεδονία, άρχισαν στις 5 Οκτω­βρίου 1912 και διήρκεσαν δύο μήνες περίπου. Στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα, η Ελληνική Στρατιά συνήψε πολλές νικηφόρες μάχες, κατά τις οποίες κατάτρόπωσε τις αντίπαλες τουρκικές δυνάμεις και απελευθέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και τα νησιά του Αιγαίου, με αποκο ρύφωμα την «άνευ όρων» παρά­δοση της Θεσσαλονίκης και του εκεί Τουρκικού Στρατού, λίγες ημέρες μάλιστα μετά την έναρξη του πολέμου.
Αντίθετα, οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο, λόγω της μεγάλης προτεραιότητας που είχε δοθεί για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, αλλά και λόγω των εξαι­ρετικά δυσμενών καιρικών συνθηκών και του ορεινού του ηπειρωτικού εδάφους, διήρκεσαν περισσότερο, χωρίς όμως να υστερήσουν σε επιτυχίες, αφού με τις επι­χειρήσεις αυτές εκπορθήθηκε η ισχυρά οργανωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και απελευθερώθηκε ολόκληρη η Ήπειρος. Η νίκη είχε βραβεύσει και εδώ τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον ενθουσιασμό και την ακλόνητη εθνική πίστη του Έλληνα μαχητή. Το γεγονός αυτό επέτρεψε την έγκαιρη μεταφορά και πάλι του όγκου τον Στρατού στο μακεδονικό μέτωπο, όπου είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται ο Βουλγαρικός Στρατός, με επιθετικές προθέσεις εναντίον των πρώην συμμάχων του, διεκδικώντας ένα μεγάλο μέρος των ελληνικότατων μακεδονικών εδαφών, που με τόσους αγώνες και θυσίες μόλις είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός Στρατός.
Η Ελλάδα είχε αναμφίβολα ισχυρούς και αδιαφιλονίκητους ιστορικούς τίτλους στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, που ήταν αναπόσπαστα εδάφη της και στα οποία ζούσε συμπαγές και πολυπληθές ελληνικό στοιχείο, που διακρινόταν για το υψηλό πολιτιστικό του επίπεδο, την πρόοδο και την οικονομική του ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά, οποιαδήποτε προσπάθεια του ελεύθερου Ελληνικού Κρά­τους, για την απελευθέρωση του υπόδουλου ακόμη Ελληνισμού, ήταν δύσκολο να εκδηλωθεί και να καρποφορήσει, γιατί η Τουρκία εξακολουθούσε να είναι αρκετά ισχυρή και γιατί η πολιτική των Ερωπαϊκών Δυνάμεων για τη Βαλ­κανική είχε διαμορφωθεί κάτω από το δόγμα της διατηρήσεως του τότε εδα­φικού καθεστώτος (status quo) στην περιοχή, χωρίς να επιτρέπει καμία ουσιώδη μεταβολή. Επιπλέον η Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας ποικίλα εσωτερικά προβλήματα, υστερούσε σημαντικά στον τομέα της στρατιωτικής οργανώσεως.
Η ατυχής όμως έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, όπως και η ένταση που επακολούθησε στο χώρο της Μακεδονίας από την εκεί δράση των Βούλγαρων Κομιτατζήδων, κατέδειξαν στους ιθύνοντες και σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό την ανάγκη να ληφθούν άμεσα μέτρα για τη στρατιω­τική προπαρασκευή της χώρας και τη ρεαλιστικότερη αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων.
Από το 1904 όμως εκδηλώνεται έντονα ο ελληνικός αντιπερισπασμός. Οι Κυβερνήσεις της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρος ο ελληνικός λαός, συνειδητοποίησαν ότι ο κίνδυνος που διέτρεχε ο υπόδουλος Ελληνισμός στη Μακεδονία και τη Θράκη, παρά τις προσπάθειές του να οργανωθεί και να αμυνθεί κατά της νέας απειλής, ήταν τόσο σοβαρός, ώστε μόνο με οργανωμένο ένοπλο αγώνα μπορούσε να αντιμετω πιστεί.
Για το σκοπό αυτό, ανταρτικά σώματα με δοκιμασμένους αρχηγούς, άξιω ματικούς ή ιδιώτες, διάβηκαν τη μεθόριο και εισήλθαν στη Μακεδονία, όπου με την αμέριστη συνδρομή του γηγενούς στοιχείου, αγωνίστηκαν σκληρά για τη διατήρηση της ελληνικότητας της περιοχής. Ο Μακεδονικός Αγώνας, όπως ονομάστηκε η εθνική αυτή προσπάθεια, συνεχίστηκε μέχρι το 1908 και ήταν ένας αγώνας σκληρός και πολυαίμακτος, αλλά με σημαντικά εθνικά οφέλη για τη διάσωση του ελληνισμού.
Η στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα ήταν διαφορετική. Προφασιζόμενη ότι δεν είχε πάρει την σταλείσα ελληνική διακοίνωση, δεν έδωσε καμιά απάντηση. Αντίθετα, προσπάθησε με κάθε μέσο να την αποσπάσει από τη Βαλκανική Συμμαχία, υποσχόμενη σ' αυτήν, την Κρήτη και την εκχώρηση των εδαφών, από τις εκβολές του Καλαμά ποταμού μέχρι τις ανατολικές υπώρειες του όρους Ολύμπου, όπως καθόριζε η Διάσκεψη του Βερολίνου του 1880. Παραχωρούνταν δηλαδή στην Ελλάδα τα Ιωάννινα και το Μέτσοβο.
Για το λόγο αυτό δεν ανακάλεσε τον πρεσβευτή της στην Αθήνα, όπως επίσης δεν αντέδρασε στην είσοδο των Κρητών Βουλευτών στην Ελληνική Βουλή, την 1η Οκτωβρίου 1912, ελπίζοντας να πετύχει τουλάχιστον την ουδετερότητα της Ελλάδας.
Από την πλευρά της, η Ελληνική Κυβέρνηση προέβη σε νέα δριμύτατη διακοί νωση προς την Τουρκία, απαιτώντας να απελευθερωθούν τα ελληνικά πλοία μέχρι τις 1600 της 3ης Οκτωβρίου.
Επειδή πέρασε και η προθεσμία αυτή αναπάντητη, ο Έλληνας Πρέσβυς της στην Κωνσταντινούπολη επέδωσε, στις 5 Οκτωβρίου, ανακοίνωση στην Τουρκία για τη διακοπή των σχέσεων των δύο Κρατών και την κήρυξη πολέμου. Ταυτόχρονα η Ελληνική Κυβέρνηση επέδωσε, με τη σύμφωνη γνώμη των Συμμάχων της, διακοίνωση προς τις Κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, με την οποία τους γνωστοποιούσε την κήρυξη του πολέμου κατά της Τουρκίας, ενώ ο Βασιλιάς Γεώργιος, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, απηύθυνε προς τον Ελληνικό λαό το παρακάτω διάγγελμα:


«
Προς τον λαόν μου
Αι ίεραί υποχρεώσεις προς την φιλτάτην Πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα έπιβάλλουσιν εις τό Κράτος μετά την άποτυχίαν των ειρηνικών προσπαθειών του, προς έπίτευξιν και έξασφάλισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό τον τουρκικόν ζυγόν χριστιανών, όπως δια των όπλων θέση τέρμα εις την δυστυχίαν την οποίαν ούτοι υφίστανται από τόσων αιώνων.
Η Ελλάς πάνοπλος μετά τών Συμμάχων αυτής, εμπνεόμενων ύπό τών αυτών αισθημάτων και συνδεομένων δια κοινών υποχρεώσεων αναλαμβάνει τον ιερόν αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας τών καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής.
Ό κατά ξηράν και θάλασσαν στρατός ημών εν πλήρει συναισθήσει του καθήκοντος αύτού πρός τό Έθνος και την χριστιανοσύνην, μνήμων τών εθνικών αύτού παραδόσεων και υπερήφανος δια την ήθικήν αύτού Ύπεροχήν και άξίαν, άποδύεται μετά πίστεως, εις τον αγώνα δπως δια του τιμίου αύτού αίματος άποδώση την έλευθερίαν εις τους τυραννουμένους.
Η Ελλάς μετά τών αδελφών συμμάχων Κρατών θά επιδιώξη πάση θυσία τον ιερόν αυτόν σκοπόν, επικαλούμενοι δε την άρωγήν του Ύψίστου εν τω δικαιοτάτω τούτω άγώνι του πολιτισμού, άνακράζομεν :
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ. ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ.
Αθήναι 5 Όκτωβρίου 1912 ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Το Ύπουργικόν Συμβούλιο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος
Λ. Α. Κορομηλάς- Κ. Δ. Ρακτιβάν 'Εμμ. Ρέπουλης-I. Δ. Τσιριμώκος 'Αλ.Ν.Διομήδης-Άνδρ. Μιχαλακόπουλος- Ν. Α. Στράτος
Έτσι η Ελλάδα, από τις 5 Οκτωβρίου, βρισκόταν και αυτή σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Στο μεταξύ το Υπουργείο Στρατιωτικών γνώρισε τηλεγραφικώς, από τις 4 Οκτωβρίου, στους Αρχηγούς των Στρατών Θεσσαλίας και Ηπείρου, ότι οι επιχειρήσεις θα άρχιζαν από το πρωί της επομένης, 5 Οκτωβρίου. Ο Στρατός Θεσσαλίας, του οποίου η ζώνη ευθύνης εκτεινόταν από το Σπερχειό ποταμό μέχρι τα βόρεια σύνορα του Ελληνικού Κράτους στη Θεσ­σαλία, διατάχθηκε να ενεργήσει επιθετικά και να εισβάλει στη Μακεδονία συντρίβοντας κάθε εχθρική αντίσταση. Αντίθετα ο Στρατός Ηπείρου, του οποίου η ζώνη ευθύνης εκτεινόταν δυτικά του Αχελώου ποταμού, λόγω της περιορισμένης δυνάμεώς του, Θα τηρούσε ενεργό αμυντική στάση. Ο Αρχηγός του Στρατού Θεσσαλίας, έχοντας εξουσιοδοτηθεί από την Κυβέρνηση να αρχίσει τις επιχειρήσεις, εξέδωσε τις απογευματινές ώρες της 4ης Οκτωβρίου γενική διαταγή επιχειρήσεων, με την οποία καθόριζε την προέλαση του Στρατού Θεσσαλίας. θα άρχιζε το πρωί της επομένης 5ης Οκτωβρίου και θα έφτανε κατά την ημέρα αυτή μέχρι τη γραμμή που στοιχίζεται από τα χωριά Φωτεινό—Βερδικούσα—Δομένικο—Λεύκη Λυγαριά.
Εκείνες ακριβώς τις μέρες η Σιάτιστα δέχεται εντολές πολύτιμες για τον συντονισμό της δράσης με ειδικό απεσταλμένο, από το Εθνικό Κέντρο. Ο επισκέπτης που συνοδευόταν από τον Νικόλαο Παπαχατζή ήταν μεγαλόσωμος και είχε μορφή έκφραστική, πλαισιουμένη από μαλλιά κόκκινα και οφθαλμούς ζωηρούς. Είναι ο Παπακωνσταντίνος από τή Μηλόβιστα, ο απεσταλμένος του Κέντρου του Μοναστηρίου. Στη σύναξη της Εθνικής Επιτροπής παρουσιάζεται και αναφέρει: «Σας φέρω τον χαιρετισμόν του Κέντρου και τήν πλέον ευχάριστον είδησιν ή Ελλάδα σε λίγες ημέρες κηρύτ­τει τον πόλεμον κατά τής Τουρκίας. Πριν όμως προελάσουν τά Ελληνικά στρατεύματα, θά προπορευθούν αρκετά εθελοντικά προσκοπικά Σώματα προς κατάληψη έπικαίρων με­ρών τής Δυτ. Μακεδονίας. Αναθέτει δέ τό Κέντρον σε σάς τήν φροντίδα να συνεργασθήτε με τον κ. Πα­παχατζή, να διευκολύνετε και να έξασφαλίσετε τήν άνοδο τών Σωμάτων, τά όποία θά διέλθουν από τήν Περιφέρειάν σας. Ή μέχρι τώρα συνετή εθνική σας εργασία εγγυάται, ότι αισίως θά διεξαγάγητε και τήν παρούσα λεπτήν δσο και σοβαράν εθνικήν ύπηρεσίαν».
Ακολούθως ο φιλόπατρις κληρικός έδωκε κατάλογον των Σωμάτων, τά όποία θά διήρχοντο εκ τής περιφερείας . Ή διέλευση τών Σωμάτων μετά από λίγες ημέρες άρχισε, ένα δέ υπό τόν Μακεδόνα καπετάν Στέφο, συγκείμενο από σαράντα περίπου άνδρες Μακεδόνες από εκείνους που είχαν θαυματουργήσει κατά τον Μακεδονικό αγώνα, τήν 7ητού μηνός Όκτωβρίου, ήμέρα Κυριακή, έλημέριαζε καθ’ ύπόδειξη τής Επιτροπής στό όρος τής Τσερβένας, στη θέση «Σπάθες», όδηγήθηκε δε εκεί από τον Σιατιστινό όπλαρχηγό Καραπιπέρη. Ο αιμοβόρος αποσπάσματάρχης Άρίφ από τα Καραγιάννια, αντιληφθείς τήν ύπαρξη τού Σώματος έκεί επάνω, επετέθη με εκατό πατριώτες του εθνοφρουρούς μέ τήν πεποίθηση, δτι θά τους συλ­λάβη ζωντανούς. Μόλις δμως ο σκοπός αντελήφθη τήν έπίθεση φώναξε: «Στά όπλα!» και πρώτος πυροβόλησε ο Καραπιπέρης, ο όποίος μέ τό εύστοχο ντουφέκι του έρριψε αμέσως δυό τούρκους νεκρούς και τοιουτοτρό­πως άνέκοψε την πρώτη όρμή των.
Κατόπιν οι ήμέτεροι ακολουθούντες ευφυές σχέδιο τού αρχηγού των, πυροβολούντες και πυροβολούμενοι προχώρησαν προς τήν κορυφή τού βουνού και φθάσαντες εκεί άπέφυγαν την κύκλωση. Κατά τα μεσάνυχτα, Ο Θεόδωρος Πρόκας, επισκέπτεται την οικία, του μέλους της Εθνικής Επιτροπής, Αποστόλου και του αναγγέλλει, δτι τό Σώμα τού Καπετάν Στέφου έφθασε στό σπίτι του, όδηγηθέν εκεί υπό τού Καραπιπέρη και δτι ό αρχηγός τον ζητούσε επειγόν­τως. Έσπευσε στο τό σπίτι του Πρόκα, δπου τό Σώμα τον ύπεδέχθηκε μέ προφανή χαρά. Ή περιπέτεια τού Σώματος είχε λήξει και τό εσπέρας οδηγήθηκε με ασφάλεια στο Κοντσικό.
Έτσι λοιπόν, πρώτα στά βουνά τής Σιάτιστας, στην Τσερβένα, αντήχησε το έλληνικό μάνλιχερ και πρώτοι-πρώτοι οί βράχοι της βάφηκαν μέ τό αίμα των κυριάρχων τού καταρρέοντος Καθεστώτος.
Τήν έσπέραν (5 Μ. Μ.) τής 11ης Όκτωβρίου ο Μα­κεδονομάχος Σπύρος Τσαούσης έγχείρισε στο Σύνδεσμο, Συντονιστή, της Εθνικής Επιτροπής Σιατίστης, Αποστόλου, έπιστολή τών αρχηγών Μακρή και Καραβίτη, άπευθυνόμενη προς τήν Έθν. Έπιτροπή. Οι αρχηγοί ζητούσαν την αποστολή οδηγού, στο Παλαιόκαστρο, για το σώμα τους που το αποτελούσαν 100 περίπου άνδρες. Μέσα στην επιστολή υπήρχε και τό άκόλουθο έγγραφο :


Προς
τον Σταθμάρχην Σιατίστης
Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου σέ διατάσσομεν» όπως αμέσως εκκνώσης την πόλιν, διότι θά προελάση αύριον ο Ελληνικός Στρατός προς άπελευθέρωσιν αυτής».
Ο ί αρ χ η γ ο ί
Μακρής, Καραβίτης

Μετά ταύτα ευσπεσμένα συγκλήθηκαν τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής για να συζητήσουν εάν έπρεπε νά διευκολυνθή μό­νον ή διέλευση του Σώματος η και νά υψώση ή πόλη την Έλλ. Σημαία και μέ τά όπλα στα χέρια να διώξει τις τουρκικές αρχές και νά ύποδεχθή πανηγυρικώς τό Σώμα. Ύστερα από άνταλλαγή γνωμών και απόψεων έγινε δεκτή ή δεύ­τερη άποψη.
Ή απόφαση αυτή δεν έβράδυνε να διαδοθή σε όλη την πόλη και νά έπιδοκιμασθή μυστικώς από τον ανδρικό πληθυσμό αυτής, ό οποίος κατέκλυζε την άγορά την έσπέρα εκείνη ανυπομονών νά μάθη νέα περί του εξελισσο­μένου πολεμικού αγώνος. Πιστώς απεικονίζει την κατάσταση της εσπέρας εκείνης τό ακόλουθο τετράστιχο, το όποίο ένα έκ τών μελών της επαγρυπνούσης επιτροπής άπήγγελλεν επανειλημμένα και μέ πολύν ένθουσιασμό. «Κοιμάται ή Σιάτιστα και όμως αγρυπνάει« άλλοι ντουφέκια ξεκρεμούν κι άλλοι σπαθιά τροχάνε «κοιμάται ή Σιάτιστα κι’ ή δόξα την σιμώνει, «ή πιο καλή ήμέρα της αύτή πού ξημερώνει.
Η Επιτροπή έχουσα πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας της καταστάσεως και της βαρειάς ευθύνης, την οποία άνελάμβανε, ώφειλε πολλά νά επιτελέση κατά την εσπέρα έκείνη και έν πρώτοις ήταν ανάγκη νά κοπούν τά τηλεγραφικά σύρματα. Αυτό το υπέδειξαν οι αρχηγοί προς όλες τις δι­ευθύνσεις και τούτο ανέλαβε και έκτέλεσε επιτυχώς, ο διακριθείς καθ’ όλο τον Μακεδονικό αγώνα αγω­νιστής Σπύρος Τσαούσης. Επίσης κρίθηκε άπαραίτητο νά έπιδοθή στον Μουδίρη και τό άνωτέρω έγγραφο τών αρχηγών και ή φροντίδα αυτή ανατέθηκε στους νέους Θ. Πλιάτσικα και Ι. Γράβα.
Ήταν περασμένα μεσάνυκτα, όταν αυτοί κτυπούσαν την εξώπορτα της κατοικίας του Μουδίρη. Μετ’ ολίγον ή οικοδέσποινα άνοιξε αυτήν και τους ρώτησε τί θέλουν. —Λάβε αυτό το γράμμα, Κυρά, και δός το στον μουδίρ έφέντη· μας τό εδωκεν ό αρχηγός τού Ελλ. Στρατού, τον όποίο βρήκαμε στο δρόμο γυρίζοντας προ ολίγου από τά ξύλα— « Κι' ήταν πολύς ό Έλλ. Στρατός, παιδιά; Χιλιάδες, κυρά, αμέτρητοι! όλοι μέ καινούργια δπλα καί μέ δυο σειρές φυσίγγια, άλλά πήγαινε αμέσως, διότι πε­ριμένομε και άπάντηση». Μόλις δμως αυτή εισήλθε στην έσώθυρα οι γραμματοκομισταί άπομακρύνθηκαν.
Ετσι λοιπόν ή επιστολή τών αρχηγών έφερε τό ποθούμενο αποτέλεσμα, τον εκφοβισμό δηλ. τών Τούρκων και τήν φυγή αυτών. Ανάσταση γιορτάζει σήμερα ή Πατρίδα μας. Ακούεται πανταχόθεν. Ό κόσμος συγκεντρώνεται κατά τό πλείστον ώπλισμένος στήν πλατεία της αγοράς της Γεράνειας. Πυροβολισμοί ακούονται πανταχόθεν και φωναί «Χριστός ανέστη· ζήτω ή ελευθερία». Αρκετά σπίτια ύψώνουν τήν γαλανόλευκη. Μία δέ πελωρίων διαστάσεων σημαία απαλά κυματίζει στό φίλημα της βου­νίσιας αύρας έπί του υψηλού κωδωνοστασίου. Κατεβαίνουν οί Χωριώτες! Προηγείται ό Παπαλάζαρος Κουρσάνου κρατών μιά μεγάλη σημαία πολύ υψηλά και έχον ώς τιμητική τρόπον τινά φρουρά τους άγωνιστές Τ. Σαμαράν, Αθανάσιον και Ν. Στρακαλήν, Ν. Νάκον και άλλους. Ακολουθούσε άπειρο πλήθος τό πλείστον ώπλισμένο. Ολη ή ευρύχωρος πλατεία τής αγοράς Γερανείας γεμίζει πλέον από τους αυτοσχέδιους εκείνους πολεμιστές. Ολων τις καρδιές συγκλονίζει ένας παλμός πώς να αντικρίσουν τό ταχύτερο τους έλευθερωτές των. Και όλων τά πρόσωπα καταγλαΐζει τό φώς μιας υπέρτατης εσωτερικής χαράς. Μέ ένα σύνθημα ή άνθρωπομάζα εκείνη εκκινεί προς τά κάτω και σταματά στον "Αγιο Νικάνορα. Μία σιγή θρησκευτικής κατάνυξης επικρατεί προς στιγμή. ΄Ολοι μέ τά μάτια γεμάτα λαχτάρα εξερευνούν τό βάθος του ορίζοντος.
Μετ' ολίγες στιγμές στό άκρο του απέναντι όφιοειδούς δρόμου ανα­φαίνονται οί λεβέντες συντεταγμένοι ανά δυο και βαδίζον­τες μέ «Λεονταριού καρδιά και ελαφιού περπατησιά». Μόλις πλησίασαν, πρώτοι έσπευσαν νά χαιρετίσουν τους αρχηγούς και ν' ανταλλάξουν τις αναγκαίες συνεν­νοήσεις με αυτούς οι ταπεινοί μάρτυρες τών Παθών και τής ΄Αναστάσεως τής Μακεδονικής Πατρίδος, τά μέλη τής Εθνικής Επιτροπής. Μία μυριόστομη και πα­ρατεταμένη ζητωκραυγή του πλήθους δονεί τον αέρα. «Χρι­στός άνέστη∙ καλώς ήλθατε αδέλφια» φωνάζει τό πλήθος.. Ολων τά μάτια είνε δακρυσμένα· πολλοί κλαίουν μέ φωνή, εναγκαλίζονται και φιλούν αυτούς μέ συγκίνηση άσυγκράτητη. Στιγμές συγκινητικές! Μεγαλειώδεις! οι οποίες θά μείνουν αλησμόνητες σε όσους παρευρέθη­καν. Ό ενθουσιασμός δεν άργεί νά μεταδοθή και στό εθελοντικό σώμα, τό οποίο βαδίζον αρχίζει νά ψάλλη τον εθνικό ύμνο. Τό πλήθος τους ακολουθεί. Ή πομπή προχωρεί εντός τής πόλεως, οί πυροβολισμοί και οι ζητωκραυγές εξακολουθούν, οι καμπάνες ήχολογούν τό ένθεο τραγούδι τής ελευθεριας και τά βουνά αντιβουΐζουν. Οι γυναίκες και τά κορίτσια ραίνουν τους έλευθερωτές από τά παράθυρα μέ άνθη. "Ολη ή άνθρωποπλημμύρα αυτή καταλήγει στό Διοικητήριο, όπου υποδέχεται τους αρχηγούς του Σώματος ενθουσιωδέστατα ό δήμαρχος Μηνάς Θεοδώρου και διορί­ζεται ύπ' αυτών Άρχων τής πόλεως μέ ευρύτερα δικαιώματα. Μετά υψώθηκε και κυμάτιζε χαρμόσυνα η κυανόλευκη στο Διοικητήριο.
Εκεί βρίσκεται ο συντονιστής της Εθν. Επιτροπής με τον συνεργάτη του Ν. Παπαχατζή και συνεννοούνται με τους αρχηγούς για την εξασφάλιση της πόλης, καθότι αυτοί είχαν δηλώσει ότι ήσαν υποχρεωμένοι νά βαδίσουν τήν ίδια εσπέρα προς βορρά, οπότε ένας σκοπός αναγγέλ­λει ότι Τουρκικός στρατός από τη Λειψίστα βαδίζει κατά της Σιατίστης· Έρχονταν οί τύραννοι νά καθυποτάξουν και πάλι αυτήν και να αποκαταστήσουν το καταπεσόν από την πρωϊνή δίωξη γόητρόν των. Οί αρχηγοί αμέσως διερευνούν μέ τά τηλεσκόπιά των και διακρίνουν πράγματι Τούρκους στρατιώτας βαδίζοντας προς τήν Σιάτιστα. Μέ χαρακτηριστική ψυχραιμία συντάσσουν τους όπλίτες και αποστέλλουν τις διμοιρίες, για να καταλάβουν διάφορες επίκαιρες θέσεις. Με αυτούς άναμιγνύονται και πολλοί ένοπλοι Σιατιστείς. Άμα ό εχθρός έφθασε σε άπόσταση βολής τον υποδέχθηκαν μέ πυρά ομαδόν και ή συμπλοκή γίνεται πεισματώδης. Ή οξεία όμως και διαπεραστική φωνή του μάνλιχερ και ό φόνος μερικών Τούρκων τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την προσπάθεια προελάσεως. Κατόπιν τούτου το μεν Σώμα βάδισε προς τό Κοντσικό, ό δέ λαός τής Σιατίστης ύποπτευόμενος νέα επίθεση Τουρκική, έβγαλε καραούλια, τά όποία κατέλαβαν τις προς το Βορρά και Δυσμάς κορυφογραμές και έσχημάτισε μία άλυσσίδα από το Γκραντίστι ώς τη ράχη τής Συκιάς.
Οι φόβοι όμως αυτοί ταχέως διασκορπίσθηκαν γιατί ή Ε. Επιτροπή άμεσα φρόντισε για την ασφάλεια της πό­λεως. Έγκαιρα είχεν αποστείλει άγγελιαφόρον τον Παν. Τζαντίλα μέ έπιστολή προς τά κατόπιν ανερχόμενα εθελοντικά Σώματα των αρχηγών Καούδη, Δηληγιαννάκη και Σεϊμένη με την οποία παρακαλούσε αυτούς νά σπεύσουν προς ένίσχυση της Σιατίστης. Ευτυχώς ό αγγελιαφόρος συνάντησεν αυτούς στο Παλαιόκαστρο. Και εις μεν την έπιτροπή απάντησαν ότι αμέσως θα βαδίσουν προς τη Σιάτιστα, προς δέ τους αρχηγούς Καραβίτην και Μακρήν απέστειλαν διά της επιτροπής την άκόλουθη επιστολή.
Α ρ χ η γ ο ύς
Μακρήν, Καραβίτην
Ταύτην την στιγμήν έλάβομεν έπιστολήν παρά της Επιτροπής Σιατίστης, δι' ής εν ονόματι τής Πατρίδος μας προσκαλούν δπως σπεύσωμεν και σώσωμεν την κινδυνεύουσαν πόλιν από ένδεχομένας εισβολάς Τούρκων. Τήν πρόσκλησιν ταύτην έθεωρήσαμεν ως απλούν φόβον τών κατοίκων, εν τούτοις σπεύδομεν νά φθάσωμεν τό πολύ μέχρι της 8ης πρωϊνής και πεποίθαμεν δτι έν περιπτώσει επιθέσεως θέλομεν εύρεθή όπισθεν τού εχθρού, όπερ και ευχόμεθα· ·..
.
Πάλαι ό κ α σ τ ρ ο ν 12 8]βρίου 1912
Μεθ' ύπολήψεως
Καούδης Δηληγιαννάκης Σεϊμένης
Η επιτροπή έφρόντισε όπως ή είδηση αύτή λάβη όσον το δυνατόν ευρύτερη διάδοση κατά τη διάρκεια της νύχτας για να καθησυχάσουν οι κάτοικοι και τα γυναικόπαιδα ιδαίτερα. Μόλις ή αυγή πρόβαλε μ' ένα χαμόγελο στο παρθενι­κό της πρόσωπο, δια νά χαιρετίση έλεύθερη πλέον τη Σιάτιστα και οι κορυφές της Τσερβένας άρχισαν νά ροδίζουν, πυροβολισμοί ακούονται προς τον ΄Αγ. Νικάνορα και μετ' ολίγον ή πλατεία της αγοράς Γερανείας πλημμυρίζει από τους αναμενόμενους όπλίτες. Νέα ρίγη ενθουσιασμού και ζητωκραυγές και πανζουρλισμός επανα λαμβάνονται υπό τού λαού.
Είναι όλοι σχεδόν ώς και οι τού Σώματος της προτε­ραίας και αρχηγοί και οπλαρχηγοί και όπλίτες τέκνα τής ήρωϊκής Μεγαλονήσσου Κρήτης. Όλοι γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές από εκείνους πού έγραψαν τις ωραιότερες σελίδες τού Μακεδ. αγώνα.΄Ολοι γνωστές φυσιογνωμίες στή Σιάτιστα, διότι πολλάκις αυτή ευτύχησε νά παράσχη σ΄ αυτούς ώς Μακεδονο­μάχους τις ταπεινές της υπηρεσίες. Μετά την νέα αυτή πατριωτική ιεροτελεστία, τό μεν σώμα των Καούδη και Σεϊμένη κατέλυσε στη Χώρα, το δε του Δηληγιαννάκη στη Γεράνεια. Παρακληθέντες οι αρχηγοί διέμειναν ολίγες ημέρες, μέχρις δτου ό Έλλην. Στρατός κατέλαβε την Κοζάνη και ή κατάσταση διευκρινίσθηκε. Μέρες δόξας, μέρες πλούτου και ευημερίας βεβαίως είδε και θα γνωρίσει ίσως και άλλες ή Σιάτιστα. Αλλά την βαθύτατη συγκίνηση, την άγνή κατάνυξη και τον άπερίγραπτο ένθουσιασμό, τον οποίο αυτή αισθάνθηκε κατά την ήμέρα της άπελευθερώσεώς της δεν γνώρισε μέχρι τότε, ούτε θά γνωρίση ποτέ ασφαλώς στό μέλλον.

Η μάχη της 4ης Νοεμβρίου
Κατά τό εικοσαήμερο αυτό διάστημα ή κατάσταση έξελισσόταν στη Σιάτιστα ώς εξής: Την 14ην Όκτωβρ. οι ανιχνευτές ιππείς του Έλλ. στρα­τού προελαύνοντες από την Κοζάνη επισκέφθηκαν τη Σιάτιστα έπιστρέψαντες αυθημερόν. Από αυτούς πληροφορήθηκε η Σιάτιστα τά της καταλήψεως της Κοζάνης από τον Ελληνι­κό στρατό και ό κόσμος άναθάρρησε αρκετά.
Την έπόμενη μέρα τά υπό τον Δηληγιαννάκη και Καούδη σώματα, τά οποία είχον παραμείνει προς υπεράσπιση της Σιάτιστας, έβάδισαν προς τά Άνω. Μείνασα δέ ή πόλη χωρίς στρατιωτική δύναμη, διότι ή εκ 17 πεζοναυτών ώπλισμένων μέ γκρα φρουρά ήταν ανίσχυ­ρη, νά φρουρήση αυτήν διά των ιδίων δυνάμεων. Διά τούτο ή 'Εθν. Επιτροπή μετά τών προκρίτων συσκεφθέντες στην Ιερά Μητρόπολη άνέθεσε στους οπλαρ­χηγούς Σπύρο Τσαούση, Καραπιπέρη και Λιόλιον Τσα­ούση να σχημα τίσουν περιπολίες από τούς ικανότερους Σιατιστείς και να φρουρούν νυχθημερόν τίς εισόδους της πό­λεως, συγχρόνως δέ απέστειλαν τους Aθ. Κανατσούλη και I. Αποστόλου στην Κοζάνη, για να αναφέρουν στις έκεί στρατιωτικές αρχές την έπιτακτική ανάγκη της απο­στολής στρατού για την κατάληψη της Σιάτιστας. Έτσι την 19η Όκτ. τό άνεξάρτητο Σύνταγμα Ευζώνων υπό την διοίκηση του συνταγματάρχου Γεννάδη εισήλθε στη Σιάτιστα δπου του έγινε αποθεωτική υπο­δοχή από τον λαό και έψάλη δοξολογία στο ναό του Πρ. Ηλία για τήν άπελευθέρωση της πόλης. Σ’ αυτήν παρέστησαν δλοι οι άξιωματικοί του Συντάγματος, χαιρετισθέντες δι' ενθουσιώδους προσφωνήσεως από τον αρχ. επίτροπο Παπαϊωάννου Παπανικολάου, τό όποίο τήν έπομένη έπροχώρησε προς τά άνω για την ενίσχυση τών μαχόμενων εθελοντικών Σωμάτων.
Και έως εδώ μεν τά πράγματα διάβαιvαv καλά. H δεινή όμως συμφορά ή επελθούσα στήν πέμπτη Μεραρχία στη Μπάνιτσα καιτο Σόροβιτς μετέβαλε τήν κατάσταση στην περιφέρεια της Σιάτιστας και δλης της Άνασελίτσης και κατέστησε αυτήν σοβαρότατη. Τό εύζωνικό σύνταγμα άνακλήθηκε στην Κοζάνη προς ένίσχυση και οί Τούρκοι θρασυνθέντες από την επιτυχία αύτήν εξαπέλυσαν τρία τάγματα με δυο ορεινά τηλεβόλα από τη Φλώρινα υπό τον Μεχμέτ Πασά τών έθελονικών σώμα των, που δρούσαν τότε περί τήν Καστοριά, τά όποία προ τών υπέρτερων εχθρικών δυνάμεων άρχισαν να υποχωρούν διαμφισβητούντα σπιθαμή προς σπιθαμή τό έδαφος προς τον έχθρό. Και επιχειρούσε με γενναιότητα τήν άπομάκρυνση τών γυναικοπαίδων τών Έλ. Χωριών στά όποία οι Τούρκοι εισερχό­μενοι διεσκόρπιζαν τον θάνατο και τό πυρ! ΄Ολοι οι κάτοικοι τών χωριών τών καταστραφέντων και μή (Μαύροβου, Σδράλτσης, Σλήμνιτσας, Βογατσικού, Σαρμπάδων, κ.λ.π.) προσέφευγαν στη Σιάτιστα ως εις άσφαλέστερο κατάφύγιο. Τί εγίνετο κατά τις ημέρες αυτές στήν άγορά και τις οδούς της πόλης δέν περιγράφεται.΄Ανδρες, γυναίκες και παιδιά περι τις 30 χιλιάδες γυ­μνά και άνυπόδητα, πεινασμένα και κατάκοπα πλημμύρισαν τους δρόμους και έκλαιγαν γοερά. Γυναίκες ανυπόδητες και όδυρόμενες κατέφθαναν έχοντας στη ράχη τους ότι πολυτιμότερο είχαν. Τα παιδιά τους. Νεάνιδες με τη φρίκη αποτυπωμένη στά κάτωχρα πρόσωπά των εσταυροκοπούντο, διότι διέσωσαν ό,τι ιερώτερον είχον.
Τά σπήτια όμως τής Σιάτιστας δεν άργησαν να ανοίξουν τις πόρτες των και να περιμαζεύσουν τα δυστυχή αυτά θύματα τής τουρκικής άγριότητας, να περιθάλψουν φιλόστοργα αυτά και να θεραπεύσουν τις πρώτες ανάγκες των. Είναι μάλιστα θαύμα και θαύμα από εκείνα που μόνον ή άφθαστη φιλοξενία και νοικοκυροσύνη της Σιάτιστας ξεύρει να έκτελή πώς διατράφηκαν τόσες χιλι­άδες ψυχές επί έβομάδα και πλέον ενώ κάθε συγκοινωνία με τα πέριξ ήταν κομμένη.
Την 2αν Νοεμβρίου οί άνδρες τών εθελον­τικών σωμάτων μάχονται στη Λειψίστη μετά τών Τούρκων οι οποίοι ακάθεκτοι μέ τις χιλιάδες των κατήρχοντο, μόλις όμως ένύκτωσε φοβούμενοι μή καταληφθή ή γέφυρα του Αλιάκμονα, ύποχώρησαν και περί τήν 11ην τής νυκτός καταφθάνουν στη Σιάτιστα κατάκοποι και καταβεβλημένοι αρκετά και φέροντες μαζί τους τους τραυματίες.
Ή νύκτα εκείνη ενείχε κάτι τό τρομερό και άγριο και τραγικό γιά τή Σιάτιστα και τήν τραγικότητα αυτήν βα­θύτατα συναισθάνθηκαν όσοι έτυχε να παρίστανται κατά τις κρίσιμες έκείνες στιγμές στό Διοικητήριο όπου έγένετο ή συγκέντρωση τών προσερχόμενων πολεμιστών. Εδώ και λίγες μέρες παρέμεινε ό Γενικός αρχηγός των σωμάτων Γεώργιος Κατεχάκης εργαζόμενος νυχθημερόν για την άποτελε σματική άντιμετώπιση της κατα­στάσεως. Ή αλήθεια απαιτεί, να έξαρθή ή δραστηριότητα, με την οποία ένεργούσε αυτός κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, για να αποσταλούν έγκαιρα δυνάμεις μετά πυροβολικού από Κο­ζάνη ώς και ή γενναιότητα και ή άποφασιστικότητα, με τις οποίες υπεράσπισε κατόπιν την πόλη. Διά τούτο αιώνια θά όφείλη ευγνωμοσύνη προς τον έπίλεκτο τούτον άξιωματικό για τή σωτηρία της ή Σιάτιστα.
Αυτές τις κρίσιμες ημέρες φθάνει από την Κρήτη, στην απειλούμενη Σιάτιστα, ο Αρχηγός, Μιχαήλ Αναστασάκης ιατρός, με το σώμα των Κισσαμιτών του, δυνάμεως εκατό και πλέον ανδρών, όλων εξοπλισμένων με μάλινχερ. Σχετικά με το γεγονός αυτό αναφέρει τα εξής: «Αφού κατά διαστήματα Τσέται Τούρκοι, εκ των κορυφών, μας ηνόχλουν δια των πυροβολισμών των κατά την πο­ρείαν μας, χωρίς και να ανθίστανται ποσώς εις τας κατάδιώξεις μας, εφθάσαμεν το εσπέρας εις την ιστορικωτάτην και Ελληνικωτάτην Σιάτισταν. Άνδρες, γυναίκες, και παίδες ακόμη, με χαράν ανέκφραστον μας υπεδέχοντο και καλωσώριζον, επικεφαλής έχον­τες τον Δήμαρχον Μηνάν Θεοδώρου και τον Φαρμακοποιόν Στρακαλήν, και άλλους προκρίτους. Μας ωδήγησαν, αμέσως, εις καθορισμένα εκ των προτέρων οικήματα κατάλληλα, μας παρέσχον δείπνον επαρκή και θέρμανσιν αρκούσαν, καθώς και τας λοιπάς ημέρας της εκεί διαμονής μας».
Την 3ην Νοεμβρίου οι προφυλακές δέχονται τον Βρογιστινό πρόκριτο Όσμάν Μπάτσαρο, ο οποίος έφερε την κάτωθι επιστολή: «Πρός τον λαόν Σιατίστης. Αύριον πρωί περί τήν 1ην ώραν (τουρκιστί) ν'αποστείλητε πέντε προκρίτους δια να παραδώσητε τήν πόλιν. Άλλως θα βαδίσω εναντίον αυτής και θά τήν βομβαρδίσω. Λειψίστη 2 Νοεμβρίου 1912. Μεχμέτ Πασάς. Γενικός αρχηγός του στρατεύματος." Οί πρόκριτοι κατά συμβουλήν του Άρχηγού Κατεχάκη εζήτησαν προθεσμία, για να σκεφθούν, και τούτο, για να παρελκύσουν τήν ύπόθεση.
Ο Μιχαήλ Αναστασάκης γράφει για τον Μπεκήρ και τον επικρεμάμενο κίνδυνο σσχετικά: «
Ο Μπεκήρ ήτο το φόβητρον των Σιατιστέων και των άλλων Ελλήνων των περιχώρων, διότι κατορθώσας να επανακτήση τα Γρεβενά, τόπον της καταγωγής του, ητοιμάζετο να επιτεθή και κατά της Σιατίστης. Περί την 10 π.μ. της 3 Νοεμβρίου ο Δήμαρχος, ο Φαρμακοποιός Στρακαλής και άλλοι τι­νές εκ των Προκρίτων, μας ειδοποίησαν τους αρχηγούς των Κρητι­κών Σωμάτων, ως και τον Προϊστάμενον των Εθελοντικών Σωμάτων Μακεδονίας Γεωργ. Κατεχάκην, όπως προσέλθωμεν εις το Φαρμακείον όπου θα μας εγνωστοποίουν σπουδαίον τι και επ'αυτού ν'αποφασίσωμεν. Προσελθόντες, ο Δήμαρχος μας παρουσίασεν κάποιον Χριστιανόν εξ άλλου μέρους, όστις είχε φέρει ως αγγελιοφόρος μίαν επιστολήν εις Ελληνικήν, μάλλον κακογραμμένην, προς τον Δήμαρχον και Προκρίτους, υπογεγραμμένην υπό του Μπεκήρ Γιούσμπεση του Τουρκ. Στρατού δι' ής έλεγεν: «εάν μέχρι της 12ης-μεσημβρίας αύριον δεν παραδόσητε την πόλιν και τα όπλα σας, θα επιτεθώ, θα την καταλάβω και θα την καταστρέψω, και όσους διασωθούν θα τους αιχμαλωτίσω». Μετά την ανάγνωσιν της επιστολής, πρώτος ο Κατεχάκης, ομιλήσας, είπεν, ότι «την πόλιν, ο Στρατός και οι Κρήτες θα υπερασπισθώμεν μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μας και δεν θα την παραδώσωμεν». «Κατόπιν εγώ και οι Παπαδόπετρος, Φιωτάκης, Τζωρτζάκης και Ταβλάς, εκ συμφώνου εδηλώσαμεν ότι ημείς ήλθομεν τόσον μακράν, περάσαντες τόσην θάλασσαν και όλην την Πάλαιάν Ελλάδα δια να αγωνισθώμεν υπέρ της ελευθερίας των α­δελφών μας. Δηλούμεν επί τω λόγω της τιμής μας, ότι ενούμενοι μετά των αδελφών Σιατισταίων_και του Ελλην. Στρατού θ'αντιταχθώμεν θα πολεμήσωμεν, όπως και εις την Πατρίδα μας και εί­μεθα βέβαιοι, με την βοήθειαν του Θεού, ότι θα νικήσωμεν τους βαρβάρους και τον φαντασμένον Μπεκήρ και να του απαντήσωμεν ότι δεν την παραδίδομεν την Σιάτισταν και άν του βαστά ας τολμήση να έλθη να την καταλάβη».
Επί πλέον άρχισαν να κατάφθάνουν ενισχύσεις. Στρατιωτική δύναμη εκ 5 χιλιάδων και άνω υπό τον Συνταγματάρχην Ήπίτην ερχόταν από την Κοζάνη μετά τριών πεδινών πυροβόλων και πολυβόλων. Μεταξύ αυτών ήταν και ό λόχος τών διδασκά­λων της Κρήτης. Έσκέφθησαν (γράφει ό οπλαρχηγός Κελαϊδής) οι λει­τουργοί τών Μουσών, οι φιλότιμοι μορφωτές της νεο­λαίας, δτι ή διδασκαλία των θά άποβαίνη άγονος, εάν περιορίζηται μόνον είς τήν θεωρίαν και δεν συνδυάζεται με τήν πράξιν .... Δεν έχει άξίαν ή διδασκαλία τών πατριω­τικών ποιημάτων, αν και προς τό περιεχόμενο αυτών δεν συμμορφώνεται ό διδάσκων. Ουδέν άπλούστερον και ευκολώτερον του νά ομιλή τις περί Πάτρης, άλλά ουδέν δυσχερέστερον και έπιπονώτερον και φοβερώτερον αλλά και γλυκύτερον άμα, άμύνεσθαι περί Αυτής.
Φθάνει προσέτι και άλλη δύναμη εκ Κρητικών σωμάτων υπό τους Σωματάρχες Γεώργιον Παπαδόπετρον, Παν. Φιωτάκην, Μιχαήλ Τσόντον (αδελφόν του Καπετάν Βάρδα) κ.ά. και υπό τήν άρχηγίαν του πολύκλαυστου αξιωματικού Γεωργίου Καπετσίνη, δστις διά της ευγενείας και τών ιπποτικών του τρόπων ευθύς απέσπασε τήν έκτίμηση τών γνωρισάντων αυτόν.
Προς τό βράδυ τής 3ης Νοεμβρ. φθάνει και ό γενναίος αρχηγός τών Γαριβαλδηνών Άλ. Ρώμας μέ τό έπιτελείον του, τον ενθουσιώδη ποιητήν Μαβίλη, τον καθηγητήν Π. Κονδύλην και Γερακάρην μέ ολίγους άλλους, τό δε λοιπόν του σώμα τος έφθασε τήν έπομένη. Τήν παραιτέρω περιγραφή τών γεγονότων άφήνομε στο γλαφυρό κάλαμο
του εγκρίτου δημοσιογράφου Αρίστου Περίδη, που έλαβε μέρος στή μάχη ως εθελοντής:
«Ή πορεία είναι εσπευσμένη νά φθάσουμε στή Σιάτιστα τήν οποία απειλεί ο Μπεκήρ Αγάς μέ τάς 3 χι­λιάδας τών αγρίων του στιφών. Θά τούς βρούμε εκεί και θά τον τσακίσωμε. Προηγείται τό τάγμα του Παπαδάκη, κατόπιν έρχεται τό τάγμα μας, τρίτον τό τάγμα του Φιλιακού και ακολουθεί ή πυροβολαρχία του Κλαδά μέ τρία πυροβόλα διότι τό τέταρτο έχει καταστραφή στό Σόροβιτς. Κατά τις 9 τό βράδυ φθάνουμε προ τής πόλεως και διατάσσεται στάση. Μπροστά μας υψώνεται επιβλητικό ενα πελώριο βουνό. 'Εκείνο δλο πρέπει νά τό ανέβουμε. Μετά 12 ωρών έσπευσμένη πορεία θά προτιμούσαμε δλοι νά πέσωμε κάτω στον μικρό κάμπο και πρωί πρωί νά έπιχειρήσωμε τήν ανάβαση. Μά έλα ή διαταγή πού τόνιζε ρητώς ότι έπρεπε τουλάχιστον στις 9 νά είμεθα μέσα στή Σιάτιστα. Κάθε πυροβόλο τό σέρνουν 6 θηρία άλογα και όμως και αυτά σταματούν. Οί πυροβολητές κατέρχονται από τίς θέσεις των καί αρχίζουν νά σπρώχνουν. Μέ φωνές και σπρωξίματα κατορθώνεται τέλος πάντων ή κοπι­ώδης άνάβαση και ό ανήφορος του ενός τετάρτου εκμηδε­νίζεται μετά δυο ώρες.
Στην είσοδο τής κεντρικής όδού της συνοικίας Γερανείας παρατεταγμένοι οι μικροί μαθητές τών σχολείων Σιατίστης μας υποδέχονται μέ ζητωκραυγές και μέ πατριω­τικά άσματα γιά πρώτη φορά άκουόμενα. Αναρίθμητα τραγούδια. Που τά έμαθαν; Ποιός τους τά εδίδαξε; Άγνω­στα εντελώς για τους μαθητές τής ελεύθερης Ελλάδος. Κάθε παιδί άπ' αυτά πλησιάζει τους στρατιώτες και τους μιλά. Σιγά σιγά. Τί νά θέλουν άραγε ; ΄Εβαλα στοίχημα μέ τον Μπαμπά μου πώς θά πάω στο σπήτι μας σήμερα νά φάνε και νά κοιμηθούν 10 στρατιώτες, αν δέν έρθετε θά χάσω το στοίχημα. ΄Επειτα έκεί θά περάσετε καλά. Ό,τι έχουμε Θά φάτε. Και έλεγαν, έλεγαν οι υπέροχοι αυτοί μικροέλληνες και παρακαλούσαν νά πάμε, νά φάμε, νά κοιμηθούμε στά σπήτιά τους. Γέροι και γρηές μέ δακρυσμένα τά μάτια μας τραβού­σαν απο τό άμπέχονο γιά νά πάμε στο δικό τους τό σπήτι, που δσο φτωχικό και άν ήταν, είχε τό βρισκούμενο γιά τους μουσαφιρέους του. Και γέμισαν τά σπήτια τής ωραίας Σιάτιστας από φαν­τάρους. Άλλο 20 άλλο 15. Και τό φτωχότερο μικρόσπητο.
Αυτός ό διάλογος έγίνετο μεταξύ του επιλοχίου και τών στρατιωτών σ' ένα από τά σχολεία τής Σιατίστης οπότε έρχεται λαχανιασμένος ένας Κρητικός αντάρτης από τούς άρειμάνιους εκείνους τύπους τών πολεμιστών: Τσέ πούνε ο καπετάνιος σας αδέρφια; Έδώ είμαστε, απαντά ό επιλοχίας και τρίβων τό μουστάκι του και προτείνων τό στήθος του μια απότομη κίνηση ώστε νά φανούν τά ενός πήχεος φάρδους γαλόνια αυτού. Μά ξέρεις, τσίριε επιλοχία, θέλω τον τσίριο Ήπίτη τον Διοικητή.΄Αμ έτσι λοιπόν μίλα, κακομοίρη. Τά σκυλλιά φανήκασι τσίριε επιλοχία, τσέ γιά αυτό έρχομαι από τα καραούλια νά δώσω χαμπάρι στον αρχηγό. Είναι πολλοί, μωρέ; ΄Οσα μέ τρεις τέσσηρες χιλιάδες.. Διαταγή του λοχαγού νά παύση ή διανομή του συσ σιτίου. Ή Σιάτιστα κινδυνεύει. Ό λήσταρχος Μπεκήρ αγάς με τις χιλιάδες των ορδών του παραγγέλει ότι πρέπει να του παραδώσουμε τη Σιάτιστα άλλως θά τήν κάψη. Δώσατέ του λοιπόν την απάντηση δια της λόγχης σας, διότι μόνον αυτή ή άπάντηση του χρειάζεται. Τίποτε άλλο δεν σας λέω. Ζήτω ο λοχαγός μας, Ζήτωωω.
Έξω στούς δρόμους τής Σιατίστης, οί Σιατιστινοί με τις γυναίκες των και τά παιδιά των παρακολουθούν ζητωκραυγάζοντες και κλαίοντες από χαρά τον Ελληνικό στρατό ό όποίος ανερχόμενος τροχάδην έναν άνηφορικό δρόμο τής πόλεως παρατάσσεται στά διάφορα προ τής Σιατίστης υψώματα αναμένων τον εχθρό. Τά τόπια, τά τόπια, πού είναι τά τόπια; Ακούεται μια φωνή από χιλιάδες στόματα ανδρών, παιδιών και γυναικών. Που είναι τά τόπια; (Αυτά ήταν τοποθετημένα στην πλατεία τής αγοράς Γερανείας). Αυτά θέλουν οί Σιατιστινοί, διότι μέ αυτά είναι βέβαιοι δτι θά σαρωθή ό όχλος του Μπεκήρ Άγά. Έρχονται έρχονται, μά είναι ανήφορος μεγάλος, βλέπετε, και τά καϊμένα άλογα, κουρασμένα από τήν χθεσινή δεκάωρη πορεία, δεν μπορούν νά τά ανεβάσουν, φωνάζει ένας αξιωματικός. Να πάμε έμείς, Καπετάνιε, νά τά φέρουμε, εμείς θα πάμε. Και εντός ολίγου δλες έκείνες οι χιλιάδες τών Σιατιστινών έσπρωχναν τά 3 κανόνια. Δέν παρήλθε μισή ώρα και ευρέθηκαν και τά τρία στή θέση των έτοιμα νά υποδεχθούν μέ επισημότητα τον Μπεκήρη.
Κάποια κίνηση στις προφυλακές τών Κρητών ανταρτών και ή άφίππευση του Διοικητού μας μάς δίδει να έννοήσωμε δτι πλη­σιάζει ή εναγωνίως αναμενόμενη στιγμή. Τρικτράκ ακού­ονται τά μάνλιχερ τών στρατιωτών. Ετοιμάζονται, ετοιμά­ζονται, είναι εις δλων τά πρόσωπα ζωγραφισμένη ή χαρά. Δέν συλλογίζονται τίποτε άλλο παρά νά ύποδεχθούν δσον τό δυνατόν μεγαλοπρεπέστερα τον Μπεκήρη. Ό υπασπιστής του άρχηγού του άποσπάσματός μας κ. Ήπίτη πλησιάζει τον λαχαγό μας του δίδει διαταγές και αμέσως όλος ό λόχος εκκινεί διά νά καταλάβη τις θέσεις του· Είναι μία μετά τό μεσημέρι ακριβώς, ό ουρανός συν­νεφιασμένος και έτοιμος νά κλαύση μετ' ολίγον. Ποιος ξέρει γιατί; Ίσως διότι σέ λίγη ώρα θά δεχθή πολλούς από μάς εις τά ανεξερεύνητα δωμάτια του. Άριστερά σ' ένα ψηλό λοφίσκο έχει διαμοιρασθή ο λόχος μας καί είμεθα έτοιμοι γιά τήν υποδοχή, Ό έφεδρος ανθυπολοχαγός μας Αναστασίου πηγαινοέρχεται σέ δλο τό μέτωπο τής παρατάξεως του λόχου μας και σκορπίζει παντού τις χρή­σιμες συμβουλές του. Παιδιά, προσοχή στά φυσίγγια. Στο κρέας δλο στο κρέας, μή ρίχνετε χωρίς νά βλέπετε. Κάθε φυσέκι πρέπει νά κάμνη τή δουλειά του, μή νομίζετε πώς εκείνος που ρίχνει πειό πολλά φυσίγγια πολεμά και πειό καλά. Οικονομία δσο μπορείτε. Έννοια σας κ. Άνθυπολογαγέ. Έννοια σας.
Σε λίγο ακούεται μια κανονιά· Άμ’ αρχινάει ό γάμος του Τριτσιμπίδα, παιδιά, φωνάζει ένας Ρουμελιώτης αρειμάνιος, έτοιμασθήτε γιά τό χορό. Και πράγματι δευτέρα κανονιά και ή ζωηρά κίνηση στο δεξιό μας, μάς ειδοποιεί δτι ό εχθρός ενεφανίσθη από το μέρος εκείνο. Καλώς τον δεχθήκαμε. Κοπιάστε νά πάρετε καμμιά κουταλιά σφαίρες, κύριε Μπεκήρ. Έλα λοι­πόν, κύριε Κλαδά, έχεις τρία πεδινά και αυτός έχει δύο όρεινά τί κάθεσαι; Δέν έπρόλαβε νά τελειώση τή φράση του ένας πολυλογάς και αιωνίως παραπονιάρης φαντάρος και ήκούσθη ή βροντώδης φωνή του κ. Κλαδά. Πρώτον πυροβόλον πύρ! Τόν κρότο σκεπάζουν χιλιάδες ζήτω των κατοίκων τής Σιατίστης, οι όποίοι από ένα λόφον παρακολουθούν την εναρξη τής μάχης. Δευτέρα, τρίτη, τετάρτη κανονιά μας πείθει πλέον δτι γράφεται ό πρόλογος τής μάχης Σιατίστης ό όποίος και τελειώνει μέ μερικά σφυρίγματα σφαι­ρών του εχθρού. Τό μάνλιχερ κελαϊδεί, τό κανόνι μυκάται πλέον, καθ' όλη τή γραμή τής παρατάξεως, οι τουρκαλβανοί του Μπεκήρ πολεμούν μέ δλη τήν λύσσα τών ληστών οί όποίοι βλέπουν τά όνειρά των νά χάνωνται. Ήθελαν νά μπουν στή Σιάτιστα, στήν ώραία Σιάτιστα να αρπάξουν, νά κλέψουν, να νοίξουν τά μαγαζιά, νά βρουν όμορφα κορίτσια νά ατιμάσουν. Μά όλα αυτά, όλα είναι χαμένα και γι'αυτό αφρίζουν και τρέχουν άπροφύλακτοι, θερί­ζονται από τά πυρά μας και προχωρούν προς τόν βέβαιο θάνατο.
Εμείς τρελλοί από χαρά, γελούμε ουρλιάζουμε γιατί γνωρίζουμε καλά τό φείδι πού θά τούς φάη. Δυο ταχυβόλα υπό τόν άνθυπασπιστήν Κίτσιον και έτερο ύπό τόν εύελπιν Μεσαλιάν στημένα εκεί πλησίον θορυβούν δαιμωνιωδώς σαρώνοντα τά άγρια στίφη του Μπεκήρ. Έχουν παρέλθει τρεις ώρες από τής ενάρξεως τής μά­χης και ό εχθρός δέν έχει πεισθή ακόμη διά τό μάταιο τών προσπαθειών του∙ Σε εκατό μέτρα άπόσταση άπό τις θέσεις μας τό άνταρτικόν σώμα του καπετάν Παπαμαλέκου πλησιάζει τόν έχθρό πενήντα βήματα, οι γενναίοι Κρητικοί μάχονται πλέον μέ τά περίστροφά των και εξά­γουν τις πελώριες κάμες των.
Δυο διμοιρίες τρέχουν σε ένίσχυσή των και οι εχθροί αντιλαμβάνονται πλέον τον κίνδυνον. Άλλ' είναι αργά, ή λόγχη του Έλληνος στρατιώτου και ή κάμα του Κρητικού έχουν τό λόγο. Οι Κρητικοί δέν μάχονται, σφάζουν. Θέλουν νά δείξουν στους Αλβανούς ότι δέν απέκτησαν τήν φήμη του παλληκαριού χωρίς λόγο. Στά σέρια μωρέ τά στυλλιά. Ελάτε μωρέ, νά σάς δώσουμε τή Σιάτιστα πούχει όμορφες κοπέλλες. Ό εχθρός προ τής μανίας μας αυτής, αρχίζει νά απελπίζεται. Μεταχειρίζεται διάφορα μέσα νά μάς εξαπατήση βοηθούμενος προς τούτο από τήν πυκνή ομίχλη ή οποία δέν μάς επέτρεπε να τόν βλέπαμε. Άκούομε φωνές. Μή κτυπάτε, μορέ παιδιά, δικοί σας είμαστε, Έλληνες είμαστε. Γεώργο, Κώστα, Γιάννη! Και πράγματι πολλοί στρατιώτες άπατώμεθα και παύομε προς στιγμή τό πύρ.
Ακούεται δμως αμέσως ή βροντώδης φωνή του Παπαμαλέκου· Β
αράτε τά σκυλλιά και μουρτάτες είνε. Βα­ράτε τους. Ένα πύρ ομαδόν ολοκλήρου τής διμοιρίας μας στέλλει τόν θάνατο στούς εχθρούς· Ό Καπετάν Παπαμαλέκος ενθουσιάζεται και διατάσσει τους άνδρας του νά επιτεθούν κραυγάζων. Στά χέρια στά χέρια. Μιά σφαίρα του έχθρού κόβει τή φράση του στό μέσο και σωριά­ζει τόν λεβέντη καπετάνιο επάνω σέ κάτι θυμάρια. "Α! τά σκυλλιά έφάγανε τόν καπετάνιο μας ακούονται τά μουγ­κρητά τών παλληκαριών του, τά οποία ορμούν πλέον μέ τις κάμες εναντίον τών αφρισμένων Τουρκαλβανών, οι οποίοι προ της λύσσας φεύγουν, πηδώντες τους απότομους βράχους του βουνού σαν κατσίκια. Τά πολυβόλα μας μαί­νονται, τά κανόνια μας ουρλιάζουν και τά ταχέα πυρά τών τριών ταγμάτων μας βρέχουν τόν θάνα το στούς φυγάδες. Αρχίζει νά σκοτεινιάζη και ή βροχή δυναμώνει, είναι ή σειρά της τώρα, θά άναλάβη τό έργο της· Πρέπει νά καθαρίση τούς λόγκους και τις χαράδρες από τά αίματα. Όμως σε λίγο ξημερώνει. Πότε έπέρασεν ή νύχτα κανένας δέν κατάλαβε. Όλοι είχαμε μιά κρυφή χαρά γιατί επί τέλους θά άφίναμε τά βουνά τής Σιάτιστας καί θά μπαίναμε στήν πόλι νά βρούμε, ψωμάκι νά στεγνώσουμε τά ρούχα μας στή φωτιά καί νάχουμε κουράγιο νά κυνηγήσουμε τόν Μπεκήρ. Άν τόν έγλύτωσε χθες ή άσπρίλα τής ομίχλης καί ή μαυρίλα τής νύχτας δέν θά τόν έγλύτωνε σή­μερα τίποτε. Καμμιά δεκαριά φαντάροι φορτωμένοι μέ φορεία ψά­χνουν εκεί κοντά μας τις χαράδρες γιά κανένα τραυματία. Καί βρίσκουν πολλούς ζωντανούς ακόμη, μά καί πειό πολ­λούς πεθαμένους πού μπορούσαν νά ζουν σήμερα, άν εί­χαμε στο απόσπασμά μας γιατρούς πρώτα καί ύστερα νοσοκόμους. 'Από μπροστά μας περνά ή πένθιμος συνοδεία και μείς τούς χαιρετούμε μέ όλη τήν ευλάβεια πού χρειάζεται σέ τέτοια στιγμή. Περαστικά σας παιδιά, περαστικά σας. Ένα ευχαριστώ μόλις άκουόμενο, εξέρχεται άπό τά χείλη των και μερικά δάκρυα κυλούν άπό τά μάτια μας. Σήμερα αυτοί, αύριο εμείς! Ή πένθιμος συνοδεία χάνεται. Μετ’ολίγον και μεις μελαγχολικοί παύουμε γιά λίγα λεπτά τήν κουβέντα».
Οι Κρήτες και τά Μακεδονικά σώματα άπαλλαγμένα διατυπώσεων μόλις άκουσαν τήν φωνή «Τούρκοι έρχονται» έσπευσαν αμέσως και κατέλαβαν τις προς Βορρά κορυφογραμμές ώς και τά πλάγια τής χαράδρας, εντός τής οποίας άναρριχάται ή οδός Βρογκίστης Σιατίστης· μετ' αυ­τών συναναμίχθηκαν καί πλείστοι Σιατιστείς και ανέκο­ψαν την πρώτη ορμή του έχθρού. Οί Τούρκοι, νομίζοντες ότι οι δυνάμεις μας είναι ολίγες όπως στη Λειψίστη, έτρεχαν καί λυσσαλέοι ανέρχονταν υποστηριζόμενοι καί υπό του πυ­ροβολικού των. Ήτο ή πρώτη ίσως φορά, που δέν γνώριζαν επακριβώς τις δυνάμεις μας καί τούτο διότι δόθηκε η δέουσα προσοχή. Περί τους 10 κατάσκοποι Βαλαάδες εισήλθαν κρυφά στη Σιάτιστα τις προηγούμενες ημέρες προσποιούμενοι ότι είναι πρόσφυγες έλληνες, αλλά όλοι αναγνωρίσθηκαν υπό τών κατοίκων, συνελήφθησαν και εξαφανίσθηκαν.
Ή πυροβολαρχία στήθηκε 300 μέτρα περίπου πέραν του ναού τής Άγ. Τριάδος στή θέση Παλαιομάντρα καί ήταν αθέατος στόν έχθρό. Ό Διοικητής αυτής (λοχαγός τότε) Νικόλαος Κλαδάς, άξιωματικός σπάνιας μόρφωσης καί στρατιωτικής ικανότητας, προς τον οποίο ή Σιάτιστα θά χρεωστεί αιώνια ευγνωμοσύνη διηύθυνε μέ τόση εύστοχία τις βολές, ώστε ή πρώτη βληθείσα οβίδα έπεσε επί του ενός τών Τουρκικών πυροβόλων καί διέρρηξε αυτό. Τούτο συντέλεσε νά χάση τελείως τό ηθικό ό εχθρός, νά έπαυξήση δέ τό ηθικό τών Ελληνικών στρατευμάτων, τά οποία ακάθεκτα όρμώντα κατά του έχθρού, δεκατίζονται. Πίπτει ό γενναίος αρχηγός Καπετσίνης, ο οποίος μέ το Σώμα τών νέων Κρητών κατέλαβε τό Καστράκι, δι' επιθέσεως μέ εφ' όπλου λόγχη. Μέ τό περίστροφο στό χέρι ορμών κατά του έχθρού, που ήταν χαρακωμένος όπι­σθεν τών βράχων, βρήκε το θάνατο με σφαίρα στό μέτωπο. Πλησίον του πίπτει και ό δάσκαλος Έμμ. Φιωτάκης από το Σέλινο τής Κρήτης βληθείς με σφαίρα στό μέτωπο.
Ο ηρωϊκός γιατρός και πολέμαρχος, Μ. Αναστασάκης αναφέρει για την επική αυτή συμπλοκή: «Κρήτες πολεμισταί, πεζοναύται και στρατιώται μας ευρίσκονται αναμίξ συμπε πλεγμένοι και αλληλοφονευόμενοι δια λογχών, Κρητικών πασσαλίδων (μαχαιρών) υποκόπανων, έτι και δια πυροβολισμών. Ο Καπιτσίνης έμπροσθέν μου λαβών σφαίραν εις το μέτωπόν του έπεσεν άπνους, ο Λεωνίδας Παπαμαλέκος, Οπλαρ­χηγός Αποκορωνιωτών, φονεύεται εκεί. Ο ανεψιός τού Κ· Παπαδοπέ­τρου ωσαύτως καθώς και ο υιός του αρχηγού των Σεληνιωτών Φιω­τάκη. Σωρός πτωμάτων εις αρκετήν έκτασιν Τούρκων και ημετέρων φαίνονται ανάμικτα.
Καθ'ήν στιγμήν ο Στρατιώτης μου Αθαν. Λαδοβράκης λογχίζεται και εγώ πυροβολώ τον φονέα του Τούρκον, λαμ­βάνω και εγώ τραύμα επιπεπλεγμένον εις τον δεξιόν μηρόν και ήδη και οι τρείς κείμεθα κατά γής».
Εδώ τραυματίζεται ό Σιατιστεύς Ηρακλής Γκιολέκας. Διά νά φανή τί κακό έγινε στή θέση αυτή άναφέρεται δτι τήν έπόμενη μέρα σε χώρο 50 — 60 τετρ. μέτρων Βρέθηκαν 47 Τούρκοι φονευμένοι. Πίπτει τό καμάρι των Σφακιών Κρήτης ό νεαρός εύελπις Στυλ. Παπαδόπετρος. Πίπτουν εν δλω περί τούς 70 νεκροί και 150 τραυματίες. Πίπτουν περίπου και περί τούς 400 Τούρκοι νεκροί. Ό λόχος τών Κρητών διδασκάλων ανδρείως πολεμούσε στήν πρώτη γραμμή με τούς παραπλεύ­ρως αγωνιζόμενους εύέλπιδες μαθητές Μίκη Παύλου Με­λά, Χαρίλαο Οίκονομόπουλο, Γ. Λιούμπην, Μεσαλά (επαξίως διευθύναντα τα πολυβόλα), Γεώργιον Βίκ. Μελά καί πολλούς άλλους που έσπευσαν ώς έθελοντές νά χύσουν τό αίμα των υπέρ τής Πατρίδος.΄Ενας λόχος φρουρούσε στό σέλωμα για να προλάβη ένδεχόμενη περικύκλωση από τον έχθρό, μία δέ διμοιρία υπό άνθυπολοχαγόν ήταν επιφυλακή στήν άγορά της Γεράνειας έτοιμη νά πυροβολήση κατά παντός τυχόν ύποχωρούντος από τη μάχη είτε στρατιώτη είτε πολίτη.
Άπό τής μεσημβρίας, όμως, απόσπασμα Τουρκικής δυνάμεως βάδισε προς τό Κοντσικό νά καταλάβη τήν κορυφή τής Άναλήψεως, η οποία δεσπόζει του Βορείου μέρους τής Σιατιστας. Άλλά οί Κωντσιώτες ευρισκόμενοι στήν κορυφή θαρραλέοι επετέθηκαν κατ' αυτού. ΄Εσπευσε δέ τήν στιγμή έκείνη και ο γενναίος Καπετάν Γύπαρης με το σώμα του στον τόπο τής συμπλοκής, ευρισκόμενος στη Σέλιτσα και ό έχθρός αναγκάσθηκε νά υποχωρήση μέ πολλές απώλειες στην πεδιάδα.
Έτσι εληξε ή μάχη οί μέν Τούρκοι δηλαδή δέν κατώρθωσαν νά προχωρήσουν, άλλά και οί ΄Ελληνες δέν τόλμησαν να αντεπιτεθούν και να τους κατάδιώξουν λόγω σκότους, του εξαιρετικώς βραχώδους και ορεινού εδάφους και άλλων δυσμενών συνθηκών. Κατά τη διάρκεια της νύκτας έφυγεν ντροπιασμένος ο πρώην αλαζών Μεχμέτ Πασάς μέ τά δεινώς αποδεκατίσθέντα τά­γματά του, διερχόμενος δέ από την Λειψίστην, μας έφαγαν οι Γκιαούρηδες, είπεν στούς Μπέηδες και τό εσπέρας εφθασε στη Χρούπιστα. Εκείθεν την επομένη βάδισε στην Κορυτσά μή τολμήσας νά άντισταθή πουθενά. Τό δέ στρατιωτικόν του σχέδιον, δπως καταλάβη την Κοζάνη και αποκόψη τήν συγκοινωνία των Ελληνικών στρατευμάτων μετά τής Λαρίσσης, οικτρώς έναυάγησε. Δικαίως λοιπόν ή μάχη τής Σιάτιστας θεωρήθηκε το τελευταίο «ατού» της Τουρκίας στη Μακεδονία.
Για τη συμβολή της Σιάτιστας στη μάχη αυτή ο διοικητής της πυροβολαρχίας Νικ. Κλαδάς, στην πραγματεία του «ή Σιάτιστα», αφιερώνει τα κάτωθι:
«Οί Σιατιστείς δέν προσήλθον εις τήν μάχην ως έρασιτέχνες, θεώμενοι έκ του μακρόθεν τά γενόμενα. Οί Σιατιστείς ποοσήλθον και κατετάχθησαν ως πραγματικοί μαχηταί υπό τάς διαταγάς του λοχαγού Κατεχάκη Γεωργίου, Διοικητού των Κρητικών Σωμάτων. Αποδειξις δε της ενεργού συμμετοχής των είναι δτι έχυσαν το τίμιόν των αίμα ανά τάς ορεινάς φάραγγας και τάς δυσπροσίτους κορυφάς του πε­δίου τής μάχης τής Σιατίστης κατά την 4ην Νοεμβρη 1912. Ό Ηρακλής Γκιολέκας, ό θαραλλέος νεανίας ό τραυματισθείς σοβαρά από βολίδα κατά τόν καρπό της δεξιάς χειρός, ένεκα του τραυματισμού παρέστη ανάγκη ακρωτηριασμού ολόκληρου του βραχίονα· ο Αθανάσιος Χατζηζήσης βληθείς διά θραύσματος όβίδος και από θανών μετά μακράν άκαρπον νοσηλείαν. Ο Γεώργιος Τσίπος φονευθείς επί τόπου υπό βολίδος, ό Λάζαρος Κατσανίκος πληγωθείς είς τήν χείρα ελαφρώς, άποτελούσιν αυτα­πόδεικτα δείγματα του τί προσέφερον οι Σιατιστείς κατά τήν μάχην ταύτην». Και άλλοι Σιατιστείς προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες κατά τη μάχη αυτή κατ' άλλον τρόπο ένεργούντες με­ταξύ δέ τούτων πρωτεύουσα θέση κατέχει ό τότε Δήμαρ­χος τής πόλεως Μηνάς Θεοδώρου, Ιατρός, η Ελένη Γκαγκαράτσα και άλλοι.
΄Αντί άλλης κρίσεως περί τής δράσεως τών Κρητών και των λοιπών στρατευμάτων παρατίθεται ή ημερησία διαταγή του Διοικητού του στρατού:
«
Λαβών ύπ' δψιν μου άφ' ενός μέν τήν μέχρι τούδε δράσιν και αυτοθυσίαν ήν κατά τάς δυσχερείς ταύτας τής πατρίδος περιστάσεις τά ύπό τόν Λοχαγόν Κατεχάκην εθε­λοντικά σώματα έπεδείξαντο, αφ’ ετέρου δέ τήν ύπό πάντων τών Κρητών έπιδειχθείσαν γενναιότητα κατά τήν μάχην τής Σιατίστης, επαινώ ανεξαιρέτως πάντας τους υπό τάς διαταγάς μου τεθέντας Κρήτας, συγχαίρων αυτούς διά τά γενναία και φιλοπάτριδα αισθήματα, άτινα τους όδηγούσιν είς τόν κοινόν τούτον υπέρ τής Πατρίδος αγώνα, πεποιθώς ότι και εις τό μέλλον τήν αυτήν θέλουσιν επιδείξει γενναιό­τητα και πειθαρχίαν όντες βέβαιοι ότι ουδεμίαν ποιούμαι διάκρισιν μεταξύ αυτών και τών λοιπών υπό τάς διαταγάς μου ανδρών.΄Εχων επίσης υπ’ όψιν μου την έπιδειχθείσαν ύφ' ολο­κλήρου του υπολοίπου στρατεύματος γενναιότητα και αυτο­θυσίαν κατά τήν μάχην τής Σιατίστης συγχαίρω τους άξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτας διά τούτο, μέ την πεποίθησιν δτι και εις τό μέλλον μετά της αυτής αυτοθυσίας και γενναιότητος θέλουσιν ατενίσει πάντα κίνδυνον δστις ήθελε παρουσιασθή κατά τήν έκτέλεσιν τής ανατεθείσης ήμίν υπό τής πατρίδος εντολής, ής ή δόξα και τό μεγαλείον αποτελεί τόν τελικόν μας σκοπόν».
Αντισυνταγματάρχης
Α. Η Π I Τ Η Σ


«Έν δέ τή αναφορά του προς τό Ύπουργείον τών Στρα­τιωτικών ό Ήπίτης έκαμε εύφημον μνείαν και διά τήν συμμετοχήν τής Σιατίστης εις την μάχην». Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στις ευρείες αίθουσες του Τραμπάντζειου Γυμνασίου υπό την διεύθυνση τού λοχαγού ιατρού Σκ. Ζερβού, βοηθούντων τών ιατρών Μηνά Θεοδώρου, Μαυροβίτη Καστοριέως και τού φαρμακοποιού τής Σιατίστης, Άθ Στρακαλή, που έχορήγησε δωρεάν τά φάρμακα στόν Έλλ. στρατό κατά τις ημέρες εκείνες. Συγκινητικότατο ήταν τό θέαμα τόσων νεκρών προμάχων τής Ελευθερίας, που μετεφέρθηκαν στό Γυμ­νάσιο καί στό ναό τών 12 Αποστόλων όπου καί τό νεκροταφείο. Μεγαλειώδης δε έγινε η κηδεία των. Την παρακολού θησαν ο Αρχιερατικός Επίτροπος μετά τού Κλήρου καί χιλιάδες γυναικών καί παιδιών, οι οποίες άντικαθιστούσαν τις ατυχείς μητέρες των θρηνούσαν καί έκόπτοντο καί ασπάζονταν τά δαφνοστεφή των μέτωπα.
Ο έκ Κρήτης οπλαρχηγός και ποιητής Κ. Διγενάκης με συγκινητικότατο λόγο άποχαιρέτισε τους νεκρούς καί στο τέλος πυροβολισμοί ομαδόν ρίφθηκαν υπό των συμπολεμιστών των, μετά τήν ταφή, προς άπόδοση των κεκανονισμένων τιμών. Αιωνία ή μνήμη εκείνων, των οποίων τό αίμα έδώρησεν στη Σιάτιστα μαζύ μέ την έλευθερία και τη σωτηρία αυτής.
Αποφασίζεται τήν έπομένη ή στρατιά ολόκληρη να βαδίση εκ Σιατίστης εις Λειψίστη. Μεγαλοπρεπής ήταν ή έκκίνηση αυτή·
«Απαντες οι Σιατιστείς, γράφει ό συγγραφεύς των εθε­λοντικών Σωμάτων είχον εξέλθει πρός προπομπήν. Άπασαι αι ευγενείς Σιατιστιναί μέ δάκρυα εις τους οφθαλμούς, μη εύρίσκουσαι λέξεις καταλλήλους νά έκφράσωσι τήν ευγνωμοσύνην πρός τους σωτήρας των, έξήρχοντο εκ τών οικιών αυτών προθυμοποιούμεναι νά προσφέρωσιν αυτοίς άναψυκτικόν τι. Δεν θά λησμονήσωσι ποτέ οι τε Κρήτες και οί στρατιώται τήν περιποίησιν τών Σιατιστέων».
Ή Σιάτιστα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης πρός τους ηρωϊκούς νεκρούς, τελεί εύλαβώς έκτοτε σε κάθε επέτειο τής μάχης πάνδημο μνημόσυνο τά δε σχολεία της κατα θέτουν μεγαλοπρεπείς στεφάνους στο Μνημείο των Ηρώων.
Πάντων τούτων ούτως εχόντων, εναπομένει σε μας, τους παρευρισκομένους στον ση μερινό πανηγυρικό εορτασμό, ιερό το χρέος της απόδοσης τιμής και ευγνωμοσύνης τόσο στους μετέχοντας στις Εθνικές Επιτροπές Σιατιστείς όσο και σ΄εκείνους, τους άλλους, ημίθεους Σιατιστείς, ήρωες του 1821. Γιατί οι μεν τοπικοί Ιστοριογράφοι επιδεικτικά εσιώπησαν και απέκρυψαν τη θυσία των, οι δε τωρινοί Άρχοντες, αινικτικά και ανεξήγητα, πλην όμως λίαν επιμελώς και κατά το απλοϊστί λεγόμενον, «ποιούν την νήσσαν».
Οι αποτελέσαντες Σιατιστείς την πρώτη Έθνική Έπιτροπή ήταν οι: I.Παπίας, Άν.Αλεξίου, Ά.Οικονομίδης, Άν.Μέγας, Φίλ.Ζυγούρης, Θεόδ. Σπύρου και Βασ. Γκίμπας, οί οποίοι έμύησαν και έκάλεσαν σε συνεργασία και τους Νικ. Παπαχατζήν, Θ. Παπαδημητρίου, Ζ. Ζωγράφον, Άθ. Σπύρου, Χρ. Γκαντάγιαν, Ί. Αποστόλου, Χρ. Γκουτζιαμάνην, Ί. Σαμαράν, Άθ Παπακώσταν και Παπανικ. Δάρδαν.
Ή ούτω σχηματισθείσα Επιτροπή είργάσθη μέχρι του τέλους περί­που του 1906.

Έκτοτε όμως, ο ελθών στη Σιάτιστα ως αρχηγός της περιφέρειας, Καπετάν Ζάκας, (Γρηγόριος Φαληρεύς, αξιωματικός) διώρισε Νέα Επιτροπή Εθνικής Αμύνης τους Σιατιστείς: Άθ. Κανατσιούλη, Ί· Αποστόλου, Άθ. Σπύρου, Κ· Παπανώτα, Χρ. Γκουτζιαμάνη, Δ. Πάϊκου, Άν. Δάνα, Δημ. Μέμμο, I. Τζιβέλη, Θεόδ. Σπύρου και I. Αλεξίου. Αυτή η Εθνική Επιτροπή έδρασε μέχρι το τέλος των αγώνων.


4η Νοεμβρίου 2009-11-04
Γρίβας Αργυρός Βοκάτος